Τὸ βιβλίο αὐτὸ ἀποτελεῖ διεύρυνση τῆς διατριβῆς μου «Ἡ πραγμάτωση τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς στὴ Θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», ποὺ ὑποβλήθκε στὸ Τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τὸ 1998. Ἀπὸ τότε εἶχα τὴν ἐπιθυμία νὰ προχωρήσω σὲ μιὰ ὁλοκληρωμένη παρουσίαση τῆς διδασκαλίας τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Ἴσως δὲν μπόρεσα οὔτε τώρα νὰ πραγματοποιήσω πλήρως τὸ σκοπὸ αὐτόν, ὅμως προσπάθησα νὰ καλύψω σὲ γενικὲς γραμμὲς τὰ βασικότερα θέματα τῆς θεολογίας του.
Ἡ ὕλη τῆς μελέτης αὐτῆς διαιρεῖται σὲ ὀκτὼ κεφάλαια καὶ κατακλείεται μὲ ἐπίλογο.
Στὸ πρῶτο κεφάλαιο περιγράφεται ἡ ἔννοια τῆς ὐποστατικῆς ἀρχῆς στὸ Εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑποστατικὴ αὐτὴ ἀρχὴ προσλαμβάνει τὸ ἄπειρο. Ἀποκαλύφθηκε στὸν κόσμο μὲ τὴν «εἰς τέλος» ἀγάπη τοῦ «παθητοῦ» Χριστοῦ. Καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν μετάνοιά του πλατύνεται ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ γίνεται «ἐπανάληψις» Θεοῦ μὲ θεανθρώπινο πλήρωμα.
Στὸ δεύτερο κεφάλαιο ἀναπτύσσεται ἡ διδασκαλία τοῦ Γέροντα γιὰ τὴν κένωση, τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῶν θείων Προσώπων καὶ τὸν τρόπο τῆς φανερώσεως τῆς ὑποστάσεως τοῦ Λόγου στὴν οἰκονομία τῆς σωτηρίας. Τονίζεται ἐπίσης ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀναδεικνύεται ἄνθρωπος ἀληθινὴ ὑπόσταση.
Ἀναφορὰ στὴ θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου
Στὸ τρίτο κεφάλαιο ἐκφράζεται τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ μέσα στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐκτείνεται μεταξὺ τοῦ ᾅδη καὶ τῆς Βασιλείας, καὶ ἡ μηδαμινότητά του, ὅταν ἀπολυτοποιεῖ τὴν κτιστότητά του. Ἡ τελείωση ἡ ἐκμηδένισή του ἐξαρτᾶται ἐπίσης ἀπὸ τὴ στάση του ἀπέναντι στὸ θάνατο. Τὸ πνευματικὸ πένθος θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ χαρισματικὴ ἀπόγνωση μεταφέρει τὴ ζωή του στὸν Θεό.
Στὸ τέταρτο κεφάλαιο ἀναλύεται ἡ θεωρία τοῦ Γέροντος γιὰ τὰ τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Κατ’ ἀρχὴν ὁ Θεὸς συνάπτει διαθήκη μὲ τὸν ἄνθρωπο. Στὴ συνέχεια αἵρει τὴ χάρη Του, ἐγκαταλείπει τὸν πιστὸ καὶ τὸν ὑποβάλλει στὸ «κρίμα» τοῦ Υἱοῦ Του. Ἔτσι παρέχει σὲ αὐτὸν τὴ δυνατότητα νὰ ἀναπτύξει μέχρι τέλους τὴν ὑποστατική του ἀρχὴ σὲ μιὰ σχέση ἀγάπης μὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἰσχυρότερη τοῦ θανάτου, καὶ κληρονομεῖ τελικὰ τὴ θεία μορφὴ ὑπάρξεως. Ἡ διάβαση διὰ μέσου τῶν τριῶν σταδίων ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ὁλομερὴ γνώση τοῦ Χριστοῦ.
Στὸ πέμπτο κεφάλαιο γίνεται λόγος γιὰ τὴ χριστιανικὴ τελειότητα στὴν ὁδὸ τοῦ μοναχισμοῦ, ποὺ ἔγκειται στὴν ἀκραιφνὴ μίμηση τοῦ ὑποδείγματος τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ τήρηση τῶν τριῶν βασικῶν ὑποσχέσεων τῆς μοναχικῆς κουρᾶς θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς ἀλλοτριώσεις, ποὺ ἐπέφερε στὴ φύση του ἡ Προπατορικὴ Πτώση. Ἡ διαπόρευση τῆς μοναχικῆς ὁδοῦ καθιστᾶ τὸν μοναχὸ κάτοχο τοῦ θείου λόγου καὶ συνεπῶς διάκονο τῆς πνευματικῆς πατρότηταος, ποὺ συνεργεῖ στὴ δημιουργία ἀθανάτων ὑποστάσεων γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Στὸ ἕκτο κεφάλαιο συνοψίζεται ἡ θεολογία τοῦ Γέροντα περὶ θείων Ὀνομάτων καὶ τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ κεῖται ὡς βάση τῆς ἡσυχαστικῆς προσευχῆς. Μὲ τὴν ἄσκηση τῆς προσευχῆς αὐτῆς ἐλευθερώνεται ὁ νοῦς ἀπ’ ὅλα τὰ εἴδη τῆς φαντασίας καὶ γίνεται θεωρὸς τοῦ Θείου καὶ ἄρρητου Γεγονότος, ποὺ διαδραματίζεται στὴ βαθιὰ καρδιά, τὸ κέντρο τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου.
Στὸ ἕβδομο κεφάλαιο τονίζεται ὅτι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸ ψυχολογικὸ στὸ ὀντολογικὸ ἐπίπεδος ζωῆς ἐπιτελεῖται ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει στὴν ἀκρότητα τῆς ἀσκητικῆς μετάνοιας καὶ τὸν ἐπισκιάσει τὸ οὐράνιο Φῶς. Μετὰ τὴ θεωρία τοῦ Φωτὸς αὐτοῦ ἡ μετάνοια εἶναι χαρισματικὴ καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται στὸ ἐπίπεδο τῆς ὀντολογίας. Κατέχει τότε ἀποκαλυπτικὴ θεογνωσία, προφητικὴ αὐτογνωσία καὶ προσεύχεται ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου. Μὲ τὴ θεωρία τοῦ Φωτὸς ἔρχεται σὲ μέτρα θείας ταπεινώσεως, ποὺ ἀνοίγει τὴ βαθιὰ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὸν «τόπο» ὅπου τελεσιουργεῖται ἡ πραγμάτωση τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς.
Στὸ ὄγδοο κεφάλαιο προβάλλεται ἡ προσευχὴ ὡς τὸ μέσο, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλεῖ τὸν ἑαυτό του κὰι ὅλη τὴ δημιουργία ἀπὸ τὴν πτώση σὲ ζωηφόρο καὶ προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό. Στὸν ἄνθρωπο-πρόσωπο ἁρμόζουν ἡ καθαρὰ «πρόσωπον πρὸς Πρόσωπον» προσευχὴ καὶ ἡ ὑποστατικὴ προσευχὴ ὑπὲρ ὅλου τοῦ Ἀδάμ. Στὰ δύο αὐτὰ εἴδη προσευχῆς ἐκπληρώνει ἀντίστοιχα τὶς δύο μεγάλες ἐντολὲς τῆς ἀγάπης. Ὁ ἄνθρωπος, καθόσον γίνεται κοινωνὸς τῆς θείας ζωῆς μετέχει ἐπίσης στὴν ἄκτιστη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποβαίνει τὸ ὀντολογικὸ περιεχόμενο τῆς ὑποστατικῆς του ἀρχῆς.
Στὸν ἐπίλογο καταδεικνύεται ὅτι ὁ προφητικὸς λόγος τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν ἅγιο Σιλουανό, «κράτει τὸν νοῦν σου εἰς τὸν ᾅδην καὶ μὴ ἀπελπίζου», εἶναι τὸ χρυσὸ νῆμα τῆς παραδόσεως. Τοποθετεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ταπεινὴ ὁδὸ τοῦ Κυρίου, ποὺ ἐκτείνεται ἀπὸ τὸν ᾅδη ὡς τὸν οὐρανό. Ἡ μακαριότητα τῆς γνώσεως τῆς ὁδοῦ αὐτῆς ἀναπτύσσει τὴν ὑποστατικὴ ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ μέτρο ἱκανὸ νὰ δεχθεῖ τὸ «περισσὸν» ζωῆς τῆς ὁδοῦ αὐτῆς καὶ νὰ γίνει ὅμοιος κατὰ πάντα μὲ τὸν Χριστό, τὴν ἀρχέτυπη αἰτία καὶ τὸ ὕστατο τέλος τῆς ὑποστάσεώς του.c
Γιὰ ὅσες ἐλλείψεις ἢ ἀτέλειες παρουσιάζει τὸ βιβλίο αὐτὸ ἐγὼ εὐθύνομαι. Γιὰ ὅσα τυχὸν καλὰ περιέχονται, ὁ ἔπαινος ἀνήκει στὸν μακαριστὸ Γέροντά μου, τὸ μεγαλύτερο εὐεργέτη τῆς ζωῆς μου. Στὸν Κύριο ὅμως Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ φανέρωσε σὲ μᾶς τὸν τύπο καὶ τὸ ὑπόδειγμα, τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος, τὸ ὕψος καὶ τὴν τελειότητα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, δόξα σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.