Τὸ βιβλίο Διαδρομὴ διαμέσου Τριωδίου καὶ Πεντηκοσταρίου διατρέχει τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ καὶ στὴ συνέχεια τὴν περίοδο ἀπὸ τὸ Πάσχα ὣς τὴν ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Πάντων μία ἑβδομάδα μετὰ τὴν Πεντηκοστή, δίδοντας σύντομη ἐξήγηση στὰ γεγονότα ποὺ ἑορτάζονται. Προπαντὸς διασαφηνίζει τὸν σκοπὸ ποὺ θέτει ἡ Ἐκκλησία κατ’ αὐτὴν τὴν περίοδο: τὸν ἀνακαινισμὸ τῶν τέκνων της, τῶν Χριστιανῶν.
Σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μὲ τοὺς Ἁγίους, εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὡστόσο, κατ’ ἀκρίβειαν ἡ ἀπόκτηση τῆς χάριτος συνιστᾶ μόνον τὴν πρώτη βαθμίδα πρὸς τὴν ἐκπλήρωση τοῦ προορισμοῦ ποὺ ἔθεσε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο πρὸ καταβολῆς κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει ἐπίσης νὰ φυλάξει τὴ χάρη ποὺ προσέλαβε. Μᾶλλον, πρέπει νὰ αὐξάνει διηνεκῶς «τὴν αὔξησιν τοῦ Θεοῦ»1Βλ. Κολ. 2,19., μετέχοντας στὴν «ἀτέλεστον» θεία τελειότητα.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει θεσπίσει τὶς ἑορτὲς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους ὡς σταθμοὺς ἀνανεώσεως τῆς χάριτος καὶ ἀνακαινισμοῦ τῆς ζωῆς τῶν μελῶν της. Κατεξοχὴν σταθμοὶ ἀνανεώσεως γιὰ τοὺς πιστοὺς εἶναι ἀφενὸς ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου, ποὺ καρποφορεῖ τὴ χάρη τῆς εἰσόδου στὴ ζῶσα Παρουσία τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου καὶ ἀφετέρου ἡ περίοδος τοῦ Πεντηκοσταρίου ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Πατρός, στὴ δωρεὰ τοῦ Παρακλήτου.
Κατὰ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ὁ Χριστιανὸς ἀθλητὴς στὸν ἀγώνα του λαμβάνει γεύση νεκρώσεως χάριν τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Ἡ νέκρωση, ὅμως, αὐτὴ δρᾶ καταλυτικὰ κατ’ ἀρχὰς γιὰ τὴν ἀνίχνευση τῆς βαθειᾶς καρδιᾶς του καὶ στὴ συνέχεια γιὰ τὴν εὕρεση τῆς ἐλευθερίας τῆς καρδιᾶς του, δυνάμει τῆς ὁποίας ὁ πιστὸς καθίσταται ἱκανὸς νὰ ἀναλάβει τὸ ἔργο τῆς μετανοίας καὶ τῆς πνευματικῆς του ἀναγεννήσεως.
Τὰ γυμνάσματα ποὺ ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἡ νηστεία, τὸ πένθος, ἡ μετάνοια, ἡ ἀνάληψη αἰσχύνης, δίδουν γεύση θανάτου, ὥστε ὁ πιστὸς ποὺ τὰ μετέρχεται νὰ φέρει πάντοτε ἐντός του, ὅπως ὁ Ἀπόστολος, «τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ»2Γαλ. 5,24.. Βεβαίως, ἡ νέκρωση αὐτὴ ἀφορᾶ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο «σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ»3Γαλ. 5,24., τὰ ὁποῖα σὰν μέγγενη περισφίγγουν τὴν καρδιά. Μόνον ὅταν ὁ κλοιὸς θραυσθεῖ καὶ ἡ καρδιὰ ἐλευθερωθεῖ, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἔχει παράσταση θεοπρεπῆ καὶ θεοφιλῆ ἐνώπιον τοῦ ἁγίου Νικητῆ τοῦ θανάτου, τοῦ Παντοκράτορος καὶ Ὑπέρθεου Ἰησοῦ. Τότε μόνον, ἔχοντας εὕρει καὶ ἐλευθερώσει τὴν καρδιά του ἀπὸ κάθε εἴδους προσκολλήσεις, λαμβάνει πείρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ ἀσκητικοὶ ἄθλοι ποὺ ἐντέλλεται ἡ Ἐκκλησία ἐπιφέρουν μὲν τὴ νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ συνιστοῦν σπέρματα ἀναστάσεως. Μεταποιοῦνται σὲ «δύναμιν ζωῆς ἀκαταλύτου»4Ψαλμ. 118,32. κατ’ ἀναλογία πρὸς τὸ μέτρο τῆς νεκρώσεως ποὺ προηγήθηκε.
Ἑπομένως, ἡ ἄσκηση αὐτῆς τῆς περιόδου θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς «ἀρνητική», «ἀποφατική», καθὼς στοχεύει στὴν ἀπέκδυση τῆς παλαιότητας τῶν παθῶν, ὥστε ἐλεύθερος ὁ ἀσκητὴς τῆς εὐσεβείας νὰ μπορεῖ νὰ τρέχει «τὴν ὁδὸν τῶν θείων ἐντολῶν»5Ψαλμ. 118,32., νὰ ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό, «ὅπου ἂν ὑπάγῃ»6Βλ. Ἑβρ. 12,12..
Ἀπὸ τὴ νύκτα τοῦ Πάσχα ἀρχίζει ἄλλου εἴδους ἄσκηση, ὄχι πλέον «ἀρνητικὴ» ἀλλὰ «θετική», «καταφατική», ποὺ ἐκπαιδεύει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀναμονὴ τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Πατρός, στὴν ποθεινὴ δίψα γιὰ τὴ χάρη τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος.
Στὴ μέση τῆς Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἐκκλησία ὑψώνει τὸν Τίμιο Σταυρό, γιὰ νὰ ἀναπτερώσει τὴν ἔμπνευση, νὰ «ἀνορθώσῃ τὰς παρειμένας χεῖρας καὶ τὰ παραλελυμένα γόνατα»7Βλ. Ἑβρ. 12,12.. Κατ’ οὐσίαν, ἡ ἑορτὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως φανερώνει τὸν χαρακτήρα τῆς ἀσκήσεως αὐτῆς τῆς περιόδου, τὴν ἑκούσια νέκρωση χάριν τῆς θείας ἐντολῆς ποὺ κυοφορεῖ ἁγιασμὸ καὶ ἀναστάσιμη, αἰώνια ζωή. Ὁ χαρακτήρας τῆς ἀσκήσεως τοῦ Πεντηκοσταρίου ἐκφράζεται ἐναργῶς στὸ τροπάριο τῆς ἑορτῆς τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, ἀκριβῶς πάλι στὸ μέσον τῆς περιόδου: «Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσαν μου τὴν ψυχὴν εὐσεβείας πότισον νάματα».
Κάθε Κυριακὴ τοῦ Πεντηκοσταρίου δίδει καὶ ἕνα μάθημα, πῶς νὰ εὕρει ὁ ἄνθρωπος ἐκείνη τὴν πίστη, ποὺ θὰ ἀναδαυλίσει τὴ ζέση, τὸν πόθο καὶ τὴ δίψα γιὰ τὴ δωρεὰ τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ Ἅγιος Παράκλητος ἐπιδημεῖ, ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»8Βλ. Κολ. 3,14.. Ἐνισχύει, δηλαδή, τὴ χοϊκὴ φύση του, γιὰ νὰ βαστάξει τὴ χάρη, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ βαστάξει τὸ πλήρωμα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ Τοῦ ἀντιπροσφέρει «ἀγάπησιν κραταιὰν» «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεως αὐτοῦ». Ὅπως ἡ Ἁγία Τεσσαρακοστὴ διακρίνεται ἀπὸ τὴν ἔνταση τῆς καταπονήσεως γιὰ τὴν εὕρεση καὶ τὴν καλλιέργεια τῆς βαθειᾶς καρδιᾶς, ἔτσι καὶ ἡ περίοδος τοῦ Πεντηκοσταρίου διακρίνεται ἀπὸ τὴν ἔνταση τῆς καταπονήσεως γιὰ τὴ φύλαξη τῆς πείρας τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ δίψα γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Πατρὸς προκαλεῖ συσσεισμό, ὁ ὁποῖος μεταποιεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν καθιστᾶ εὔθετη νὰ δεχθεῖ τὴν πύρινη φλόγα τοῦ Παρακλήτου. Καὶ ἡ δωρεὰ τῆς Πεντηκοστῆς ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο «εἰς ἅπαν τὸ πλήρωμα τῆς ἄμωμης ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ», ποὺ εἶναι «ὁ σύνδεσμος τῆς τελειότητος»9Βλ. Κολ. 3,14.. Ἐνεργεῖ τὸ μεγαλειωδέστερο θαῦμα σὲ ὅλη τὴν κτίση, τὴν ἕνωση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Footnotes
- 1Βλ. Κολ. 2,19.
- 2Γαλ. 5,24.
- 3Γαλ. 5,24.
- 4Ψαλμ. 118,32.
- 5Ψαλμ. 118,32.
- 6Βλ. Ἑβρ. 12,12.
- 7Βλ. Ἑβρ. 12,12.
- 8Βλ. Κολ. 3,14.
- 9Βλ. Κολ. 3,14.