Κατὰ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ γευόμαστε σὲ κάποιο βαθμὸ τὴ νέκρωση τοῦ Χριστοῦ. Στὴ μέση αὐτῆς τῆς περιόδου, ἡ Ἐκκλησία ἔχει θεσπίσει τὴν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὥστε νὰ τονώσει τὴν ἔμπνευση καὶ νὰ μᾶς ἐνισχύσει στὸν ἀγῶνα νὰ προευπρεπίσουμε τὶς ψυχές μας, γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὴ ζωοποιὸ παρουσία τοῦ ἀναστάντος Κυρίου. Μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι διὰ Σταυροῦ ἡ χαρὰ καὶ ἡ Ἀνάσταση εἰσῆλθαν στὸν κόσμο.
Στὴ μέση τῆς περιόδου του Πεντηκοσταρίου, ἑορτάζουμε τὴ Μεσοπεντηκοστή, ποὺ ἀναδαυλίζει τὴ δίψα γιὰ τὸ Φῶς τοῦ Παρακλήτου, καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μας ἐνισχύει νὰ προσκαρτερήσουμε μὲ προσευχὴ καὶ ὁλοένα αὐξανόμενο πόθο, «ἕως οὐ ἐνδυθῶμεν δύναμιν ἐξ ὕψους»1Βλ. Λούκ. 24,49.. Ἡ Μεσοπεντηκοστὴ ἀποτελεῖ τὸ προοίμιο τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν ὁ Κύριος θὰ χορτάσει τὴν πεῖνα τῆς ψυχῆς μας, «ἐν τῷ ὀφθῆναι ἡμῖν τὴν δόξαν Αὐτοῦ»2Βλ. Ψάλμ. 16,15..
Ὁ Θεός μας εἶναι Θεὸς Παράκλητος. Ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶναι «ὁ Πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως»3B΄ Κόρ. 1,3., ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός, εἶναι ὁ πρῶτος Παράκλητος, ὁ Ὁποῖος στέλνει στὸν κόσμο τὸν ἄλλο Παράκλητο, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο4Ιωάν. 14,16-17.. Δηλαδή, ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεὸς ἐλέους, Θεὸς παρακλήσεως, Θεὸς παρηγοριᾶς. Πὼς ὅμως νὰ φθάσει αὐτὴ ἡ παρηγοριὰ στὸν ἄνθρωπο; Πὼς νὰ φθάσει ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ στὸν πηλό; Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴν ἔχει δώσει ἤδη ὁ προφήτης Δαυίδ: «Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουθενώσει»5Ψαλμ. 50,19.. Ὁ Θεός μας δηλαδὴ ἔχει μιὰ ἀδυναμία· κάμπτεται πάνω ἀπὸ τὴν πονεμένη καρδιὰ ποὺ κράζει πρὸς Αὐτόν. Εἶναι Θεὸς ἐλέους καὶ γι’ αὐτὸ πολὺ εὔκολα γίνεται οἰκεῖος μὲ τοὺς πιστοὺς ποὺ φέρουν πληγὴ στὰ στήθη τους, διψασμένο πνεῦμα καὶ ἀναζητοῦν τὴ δική Του ἄφθαρτη παρηγοριὰ καὶ παράκληση.
Μικρὸ μὲν πρᾶγμα ἡ ἀνθρώπινη καρδιά, ἀλλὰ ὁλόκληρος ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ τὴ γεμίσει. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Βασιλέως τοῦ Μεγάλου, ὁ τόπος ὅπου ἡ αἰώνια ἡμέρα διαυγάζει καὶ Φωσφόρος ἀνέσπερος ἀνατέλλει6Βλ. Β΄ Πέτρ. 1,19.. Ὅταν χαράξει ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου στὴν καρδιά, τότε ὁ «ὄντως ἄνθρωπος» ἀρχίζει καινούργια ζωὴ· «ἐξέρχεται ἐπὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ ἕως ἑσπέρας»7Βλ. Ψάλμ. 103,23..
Ὅλες οἱ Γραφές, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὡς καὶ τὴν Ἀποκάλυψη κάνουν λόγο γιὰ τὸ ὕδωρ τῆς ζωῆς τῆς αἰωνίου, γιὰ τὴ δίψα τῆς ψυχῆς γιὰ τὸν Θεό, ἡ ὁποία κατασβήνει μόνο μὲ τὴ δωρεά Του. Ὁ παλαιὸς Ἰσραὴλ γνώριζε νὰ ἀνάγει τὴ δίψα του ἀπὸ τὸ βιοτικὸ στὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο. Τὴ φυσικὴ δίψα του στὴν ἔρημο τὴ μετέτρεπε σὲ δίψα τῆς ψυχῆς «πρὸς τὸν Θεόν τον ζῶντα»8Ψαλμ. 41,3.. Οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Ἰσραὴλ ἀναφέρονταν στὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς «μετ’ εὐφροσύνης» θὰ ἀντλοῦσε ὕδωρ «ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου»9Ησ.12,3.. Ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε τὸ μεσσιανικὸ νερό, δηλαδὴ τὴν εὐδαιμονία μέσα στὴν εὐλογημένη καὶ ὑπεράγαθη Βασιλεία Του, μὲ τοὺς λόγους: «Ἐὰν τὶς διψᾶ, ἐρχέσθω πρὸς μὲ καὶ πινέτω»10Ιωάν. 7,37.. Ἡ συμπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν εἶναι ὁ Ἴδιος, τὸ Ἀρνίον, ποὺ «ποιμαίνει» τοὺς ἐκλεκτούς Του «καὶ ὁδηγήσει αὐτοὺς ἐπὶ ζωῆς πηγὰς ὑδάτων, καὶ ἐξαλείψει ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν»11Αποκ. 7,17..
Τὸ τροπάριο τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἀποδίδει πολὺ ὄμορφα τὸ νόημα αὐτῆς τῆς περιόδου. Ἐκφράζει τέλεια τὸν πόνο καὶ τὸν πόθο τῆς ψυχῆς, ποὺ ἂν καὶ βάλλεται πανταχόθεν ἀπὸ τὴν ἀκηδία ποὺ πολεμάει τὰ τέκνα τοῦ αἰῶνος τούτου, ὡστόσο, στρέφεται μὲ ὅλη τὴν ἔφεσή της πρὸς τὸν Κύριο, ἐκζητῶντας τὴν κραταιὰ βοήθειά Του, καὶ τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμεῖ εἶναι ἡ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε ἐπαξίως νὰ ὑμνεῖ τὸν Κύριο.
«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς, διψῶσάν μου τὴν ψυχήν, εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ, ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρὸς μὲ καὶ πινέτω. Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, Χριστὲ ὁ Θεός, δόξα σοὶ»12Απολυτίκιον Μεσοπεντηκοστῆς..
Δίψα αἰώνιας ζωῆς
Ὀμιλίματα Πεντηκοσταρίου
Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι κάτι τὸ οὐδέτερο. Ἐπαγγέλεται τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὴν ἕνωση τοῦ χοικοῦ καὶ πεπερασμένου ἀνθρώπου μὲ τὸν ἄπειρο Θεό. Πολὺ θὰ ὠφελούμασταν, ἂν κάναμε δική μας, προσωπικὴ προσευχὴ λόγους σὰν τοὺς παραπάνω ἡ ἄν, ὡς προετοιμασία γιὰ νὰ ἑορτάσουμε τὴν Πεντηκοστὴ θεοπρεπῶς, διαβάζαμε καθημερινὰ ἀργὰ καὶ προσεκτικὰ τὸν Ἄμωμο13Ψαλμ. 118., ἀφήνοντας τὰ νοήματά του νὰ διαπεράσουν τὸ εἶναι μας. Ὁ Ψαλμὸς αὐτὸς ἐκφράζει καὶ καλλιεργεῖ τὴν ἀκόρεστη δίψα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Ἅγιο τῶν Ἁγίων, καθὼς βάζει σὲ λόγια τὴν ἐξομολόγηση τῆς ψυχῆς ποὺ ποθεῖ «ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι»14Φιλιπ. 1,23.· τῆς ψυχῆς ποὺ ποθεῖ νὰ μεταβεῖ ἀπὸ «τῶν λυπηροτέρων ἐπί τα χρηστότερα καὶ θυμηδέστερα»15Εσπερινός Δευτέρας Ἁγίου Πνεύματος, ε’ Εὐχὴ γονυκλισίας., ἀπὸ αὐτὴ τὴν παροδικὴ καὶ μάταιη ζωή, στὴν αἰώνια καὶ πλούσια ζωὴ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ νὰ παραμένει ἡ προσδοκία γιὰ τὸ χάρισμα τῆς Πεντηκοστῆς σταθερὴ καὶ αὐξανόμενη, πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ φέρει συνεχῶς στὸν νοῦ του τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου καὶ νὰ Τὸν ἀναμένει. Πρέπει νὰ μὴν ἀποκάμνει στὴν προσευχὴ νὰ καταξιωθεῖ «σταθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου»16Βλ. Λούκ. 21,36.. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ εἶχαν μεγάλη ἔμπνευση, διότι προσδοκοῦσαν τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ ὁ ἐρχομός Του ἦταν γι’ αὐτοὺς ἐπικείμενος ἀνὰ πᾶσα στιγμή. Γι’ αὐτὸ καὶ προσεύχονταν: «Ἐλθέτω χάρις καὶ παρελθέτω ὁ κόσμος οὗτος»17Οι Ἀποστολικοὶ Πατέρες, Διδαχή, Ἔκδ. οἶκος Ἀστήρ, Ἀλ. καὶ Ε. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1953, παρ. 10, στίχος 6, σ. 18.. Ἤξεραν ὅτι ἡ χάρη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἶχαν τέτοιο πόθο γιὰ τὸν ἐρχομό της, ποὺ τέλειωναν τὴν προσευχή τους λέγοντας, «μαρὰν ἀθά», «ἔρχου, Κύριε». Δὲν περίμεναν παθητικά, μὲ ἀδράνεια, ἀλλὰ Τὸν καλοῦσαν νὰ ἔλθει ταχέως. Καὶ ὄχι μόνο Τὸν καλοῦσαν, ἀλλὰ «ἔσπευδον πρὸς τὴν ἡμέραν τοῦ Θεοῦ»18Βλ. Β΄ Πέτρ. 3,12., ἔτρεχαν πρὸς τὸν Κύριο, ἐπισπεύδοντες τὴν παρουσία Του. Ἡ προσμονή τους γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἦταν τόσο δυνατή, ποὺ ἐπισκίαζε τὰ πάντα καὶ τοὺς ἐνέδυε μὲ τὴν τόλμη νὰ ὁδηγοῦνται μὲ θάρρος ἀκόμη καὶ στὸ μαρτύριο. Μὲ τὰ αἵματα αὐτῶν τῶν Μαρτύρων καὶ τὰ δάκρυα τῶν Ὁσίων, χάρη στὶς προσευχὲς καὶ τὶς μεσιτεῖες τους, στερεώθηκε καὶ διατηρήθηκε ἡ πίστη πάνω στὴ γῆ.
Ἂς προετοιμαστοῦμε νὰ προσεγγίσουμε τὴ μεγάλη καὶ τελευταία ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς μὲ τὴν πίστη ὅτι καὶ ἐμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν θὰ μᾶς λησμονήσει, ἀλλὰ θὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ. Καὶ σὲ ἐμᾶς θὰ ἐξαποστείλει τα δόματα τῆς ἀγαθότητάς Του. Ὅπως λέει ὁ Ἴδιος στὸ Εὐαγγέλιό Του: «Εἰ οὔν ὑμεῖς, ὑπάρχοντες πονηροί, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ Πατὴρ ὁ ἐξ ουρανοῦ δώσει Πνεῦμα ἀγαθὸν τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν»19Λουκ. 11,13., ὥστε νὰ τοὺς ὁδηγήσει «ἐν γῆ εὐθεῖα». Μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου καὶ τὸν ἄψευστο λόγο Του ὡς «ἄγκυραν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν»20Εβρ. 6,19., ἂς παραδοθοῦμε στὸν συσσεισμὸ τῆς ἐνέργειας τοῦ Πνεύματός Του καὶ ἂς ἀποτινάξουμε ἀπὸ ἐπάνω μας τὰ λέπια τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου, ὥστε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ στραμμένη πρὸς τὸν Κύριο νὰ δεχθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὸ «φλογίζον καὶ ὑετίζον» χάρισμα τοῦ Μεγάλου Θεοῦ μας, τὸ ὁποῖο θὰ μᾶς μεταβιβάσει ἀπὸ τὰ ἐφήμερα καὶ ἀπατηλὰ στὰ αἰώνια καὶ ἀληθινά. Τότε θὰ γνωρίσουμε ὅτι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Οὐρανίου Πατρός. Καὶ γιὰ ἐμᾶς ἔχει ἑτοιμάσει μεγάλη κληρονομιά, τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Σὲ ἐμᾶς ἡ ἐπαγγελία21Βλ. Πράξ. 2,39., τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ἀμήν».
Footnotes
- 1Βλ. Λούκ. 24,49.
- 2Βλ. Ψάλμ. 16,15.
- 3B΄ Κόρ. 1,3.
- 4Ιωάν. 14,16-17.
- 5Ψαλμ. 50,19.
- 6Βλ. Β΄ Πέτρ. 1,19.
- 7Βλ. Ψάλμ. 103,23.
- 8Ψαλμ. 41,3.
- 9Ησ.12,3.
- 10Ιωάν. 7,37.
- 11Αποκ. 7,17.
- 12Απολυτίκιον Μεσοπεντηκοστῆς.
- 13Ψαλμ. 118.
- 14Φιλιπ. 1,23.
- 15Εσπερινός Δευτέρας Ἁγίου Πνεύματος, ε’ Εὐχὴ γονυκλισίας.
- 16Βλ. Λούκ. 21,36.
- 17Οι Ἀποστολικοὶ Πατέρες, Διδαχή, Ἔκδ. οἶκος Ἀστήρ, Ἀλ. καὶ Ε. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1953, παρ. 10, στίχος 6, σ. 18.
- 18Βλ. Β΄ Πέτρ. 3,12.
- 19Λουκ. 11,13.
- 20Εβρ. 6,19.
- 21Βλ. Πράξ. 2,39.
