Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου στὸν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ

Sanctification

Β' Κυριακὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς

Φτάσαμε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴ δεύτερη Κυριακὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στὸν μεγάλο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, τὸν ἅγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ποὺ ἡ θεολογία του χαρακτηρίζεται σὰν ἕνας «κυματοθραύστης» γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐφόσον χωρίς τὴ θεολογία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου, ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα δεν θα μποροῦσε νὰ σταθεῖ στὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς. Τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς θυμηθήκαμε τὴν ἐξορία τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν παράδεισο. Τότε ὁ ἄνθρωπος κρύφθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἡ παρουσία του Θεοῦ ἔγινε ἀβάσταχτη γι’ αὐτόν γιατί, ὅπως λέει ἡ Γένεσις, «διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν»,1Γεν. 3,7. δηλαδὴ εἶχαν ἀπογυμνωθεῖ ἀπὸ τὸ ἰμάτιο τῆςεὐπρέπειας ποὺ ἦταν ἡ χάρις μὲ τὴν ὁποία τοὺς εἶχε ἐνδύσει ὁ Θεός. Χωρὶς αὐτὸ τὸ ἔνδυμα τῆς εὐπρέπειας ποὺ εἶναι ἡ χάρις, ἦταν ἀδύνατο νὰ σταθοῦν στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ κρύφτηκαν. Ἀπό τότε ἔγινε ἀνεπίστροφη ἡ ἐξορία τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο, ἡ πύλη τοῦ ὁποίου φυλασσόταν ἔκτοτε ἀπὸ τὰ Χερουβείμ ποὺ ἔφεραν «φλογίνην ῥομφαίαν».2Γεν. 3,24.

Ἀφοῦ μνημονεύσαμε τὴν ἀνεπίστροφη ἐξορία τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισο, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν τόπο τῆς Παρουσίας τοῦ Θεοῦ, τὴν πρώτη Κυριακὴ τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς γιορτάσαμε τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας∙ ὁ Χριστός, ὁ Νέος Ἀδάμ, γεφύρωσε τὸ χάσμα ἀνάμεσα στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν κτιστὸ κόσμο, γεμίζοντας τὰ σύμπαντα μὲ τὴν Παρουσία Του. Τὴν Κυριακὴ τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γιορτάζουμε τὸν ἴδιο θρίαμβο ἀλλὰ τονίζοντας ὅτι, ὁ Χριστὸς ἕνωσε τὰ διεστώτα ὄχι μόνο μὲ γενικό, ἀλλὰ καὶ εἰδικὸ τρόπο μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ὅπως μετὰ τὴν πτώση, ἡ πύλη τῆς Ἐδὲμ παραμένει κλειστή, ἔτσι καὶ τώρα ἡ πόρτα τῆς καρδιᾶς εἶναι κλειστὴ ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἀπηλλοτριωμένος τοῦ Θεοῦ, μὴ αἰσθανόμενος τὴν καρδιά του. Ὅπως λέει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη: «ἀνὴρ ἀκάρδιος ἀκατάλληλος εἰς γνῶσιν»·3Παροιμ. 17,16. ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει βρεῖ τὴν καρδιὰ του, εἶναι ἀδύνατον νὰ γνωρίσει Θεό, γιατὶ ὁ τόπος ὅπου γνωρίζουμε τὸν Θεὸ εἶναι ἡ καρδιά.

Σήμερα μαρτυροῦμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνεχίζει ἀκόμη καὶ στὶς ἡμέρες μας νὰ ἀναπαράγει εἰκόνες Χριστοῦ, τοὺς Ἁγίους της∙ ὅτι «Ἰησοῦς Χριστὸς χθές καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας».4Ἑβρ. 13,8. Στὸ πρόσωπο τοῦ ἀγ. Γρηγορίου, ἀντιπροσωπεύεται ἡ καρδιὰ τῆς ὀρθόδοξης ἀσκητικῆς παραδόσεως, ποὺ εἶναι ὁ ἡσυχασμός. Ὑπῆρξε κορυφαῖος στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἐμπειρίας τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τῶν Πατέρων, ποὺ μᾶς διδάσκουν ἐπιστημονικὰ πῶς γεφυρώνεται τὸ χάσμα μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου μέσα στὴν καρδιά μας. Ὁ Ἅγιος μᾶς μεταδίδει τὸ βίωμα τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Θεό, ποὺ ἐπιτελεῖται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀκριβῶς στὴν καρδιὰ ποὺ πρέπει νὰ στρέψει ὁ ἄνθρωπος τὸν νοῦ του, ὄχι νὰ τὸν βγάλει ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα ὅπως προτάσσει ὁ διαλογισμὸς τύπου ἀνατολικῶν θρησκειῶν. Ἐκεῖ, μέσα στὸ «σῶμα τοῦ σώματός του», στὴν καρδιά, ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ μὲ τὴ θεία χάρη ποὺ τὸν θεραπεύει καὶ τὸν ἑνοποιεῖ. Τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ μποῦμε μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση μᾶς δίνεται τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ: ὁ Σταυρὸς εἶναι τὸ κλειδὶ ποὺ ἀνοίγει τὴν πύλη τῆς καρδιᾶς μας.

Στὴν «Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν μοναχὴ Ξένη», ὁ ἅγ. Γρηγόριος ἐξηγεῖ πιὸ πρακτικὰ πῶς σταυρώνεται ὁ νοῦς ἀπὸ τὰ εὐαγγελικὰ προστάγματα: ὅταν στρέφεται μὲ πίστη στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ κρίνει τὴ ζωή του στὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ αὐτὸ τὸν ταπεινώνει καὶ τοῦ δημιουργεῖ μετάνοια. Τότε, γίνεται ἕνα μικρὸ ἄνοιγμα στὴν καρδιά, ἀπὸ ὅπου μπαίνει ἕνας ἀρχικὸς φωτισμός, ὁ ὁποῖος τοῦ δείχνει, ὅτι φοράει ἕνα «εἰδεχθὲς προσωπεῖον», μιὰ ἀηδιαστικὴ μάσκα, πού δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν περιπλάνηση τοῦ νοῦ του σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο. Αὐτὸ βεβαίως ἐμπεριέχει ὀδύνη καὶ αἰσχύνη, καθὼς συνειδητοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅτι ὅλο του τὸ παρελθὸν ἦταν μιὰ ἁλυσίδα ἀπὸ προσβολὴ καὶ λύπηση Θεοῦ, ἀπὸ ἁμαρτία καὶ σκοτάδι, γεννώντας στὴν ψυχὴ ἕναν ἄσβεστο πόθο νὰ καταλλαγεῖ μὲ τὸν Θεό.

Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Παραλυτικοῦ5Μαρκ. 2,1-12. μᾶς δείχνει τὴ σημασία τῆς ἀνθρώπινης συνέργειας∙ ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἐπιβάλλει τὴ σωτηρία, ἀλλὰ περιμένει πάντοτε νὰ καταθέσει ὁ ἄνθρωπος τὴ συνέργειά του. Ἔτσι καὶ στὴν προσευχή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὸ πνευματικὸ πένθος νὰ ἀποπλένει αὐτὸ τὸ εἰδεχθὲς προσωπεῖο, ὁ νοῦς μαζεύεται μέσα στὴν καρδιά, καὶ τότε μπορεῖ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος, ὅπως λέει ὁ Γ. Σωφρόνιος, σὰν ἕνας σφιχτὸς κόμπος. Μὲ τὸ εἶναι του ἑνωποιημένο, μπορεῖ νὰ χτυπᾶ τὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ μὲ ἕναν λόγο, ὅπως ὁ ἅγ. Γρηγόριος, ποὺ γιὰ δεκαπέντε χρόνια προσευχόταν μὲ ἕναν λόγο: «Κύριε, φώτισόν μου τὸ σκότος», μέχρις ὅτου ἡ φωσφόρος χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν γέμισε μὲ τὴ θεία ζωή. Τότε ὁ ἄνθρωπος θεολογεῖ ἀληθινά, δηλαδὴ διηγεῖται τὸ τῆς συνατήσεώς του μὲ τὸν Θεό.

Ὅταν συγκεντρωθεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου στὴν καρδιὰ καὶ ἡ ψυχὴ φέρει μέσα της ἕνα τέτοιο ρῆμα Θεοῦ ποὺ τὴν περιτέμνει φέρνοντας μετάνοια, κατὰ τὴ μετοχὴ στὴν καθαρὰ προσευχή, μεταδίδονται στὸν ἄνθρωπο οἱ τρεῖς ἰδιότητες τοῦ Χριστοῦ: α) ἡ βασιλική, ὅταν γίνεται κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ καθίσταται ἐλεύθερος, ὄχι μὲ τὴν κοσμικὴ ἔννοια, νὰ κάνει ὅ,τι θέλουν τὰ πάθη του, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἐν Χριστῷ εἶναι βασιλιᾶς τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐλεύθερος ἀπὸ πάθη∙ β) ἡ προφητικὴ ἰδιότητα∙ μετὰ Χριστὸν προφήτης εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχοντας γνωρίσει ὅλη τὴν ὁδὸ τοῦ Χριστοῦ, προφέρει λόγους ποὺ ἔχουν αἰώνια ἀξία καὶ μπορεῖ νὰ μεταδώσει καὶ στοὺς ἀδελφούς του τὸ μυστήριο τῆς γνώσεως τῶν ὁδῶν τῆς σωτηρίας καὶ γ) ἡ ἱερατικὴ ἰδιότητα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος γίνεται «βασίλειον ἱεράτευμα»·6Α’ Πέτ. 2,9. ὅσο σταθεροποιεῖται ἡ κοινωνία μὲ τὸν Χριστό, τόσο μεγαλύτερο πλατυσμό καρδιᾶς δέχεται ὁ ἄνθρωπος, ὥστε νὰ φέρει μέσα του ὅλους τοὺς συνανθρώπους του καὶ νὰ μεσιτεύει γιὰ κάθε κτίσμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι ὑπόθεση ζωῆς γιὰ τοὺς Ἁγίους, ἰδιαίτερα γιὰ τὸν ἅγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς σύγχρονους ἁγίους Πατέρες μας.

Ἕνας λόγος ποὺ ἡ θεολογία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι τόσο ἐπίκαιρη στὴν ἐποχή μας, εἶναι διότι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχει χορτάσει πλέον ἀπὸ διδασκαλίες καὶ θεωρίες, καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα ζητᾶ τὸ βίωμα, τὴν ἐμπειρία, ποὺ χορηγεῖται στὴν Ὁρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ ἅγ. Γρηγόριος στήριξε τὴν ἐμπειρία τῶν ἡσυχαστῶν καὶ δογματικὰ καὶ ἀσκητικά, ἐκθέτοντας μὲ ὑπέροχο τρόπο τὴ θεολογία καὶ τὴν πεμπτουσία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδώσεως∙ τὴ διάκριση οὐσίας καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Ἀνέλυσε πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει μέτοχος τῆς θείας χάριτος μέσα στὴν ἴδια του τὴν καρδιά. Ὁ ἅγ. Σωφρόνιος, μιλώντας κάποτε γιὰ τὴν θεολογία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἔλεγε ὅτι, ὁ Θεός μας πλέον δὲν εἶναι ἄγνωστος Θεός, ὅπως ὁ Θεὸς τῶν ἀρχαίων προγόνων μας, οἱ ὁποῖοι ἔχτιζαν ἀγάλματα ἀφιερωμένα «τῷ ἀγνώστῳ Θεῷ», ἀλλὰ ὅτι ὁ δικός μας Θεὸς εἶναι «Θεὸς γνωστὸς καὶ ἠγαπημένος». Ἐν κατακλεῖδι, ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς διδάσκει σήμερα, ὅτι ὁ μεγαλύτερος σκοπὸς στὴ ζωή μας εἶναι ὁ ἁγιασμός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Ἂν ἐμεῖς βροῦμε ἁγιασμό, μπορεῖ νὰ μὴν φαίνεται, ἀλλὰ ἔχει ἀντίκρισμα σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα.

Footnotes

  • 1
    Γεν. 3,7.
  • 2
    Γεν. 3,24.
  • 3
    Παροιμ. 17,16.
  • 4
    Ἑβρ. 13,8.
  • 5
    Μαρκ. 2,1-12.
  • 6
    Α’ Πέτ. 2,9.