Ἐρώτηση: Μπορεῖτε νὰ μᾶς πεῖτε κάτι ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς τοῦ π. Σωφρονίου;
Ἀπάντηση: Δὲν ξέρω τί νὰ πῶ. Ἦταν «ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ», μὲ ὅλο του τὸ εἶναι ἀπορροφημένο ἀπὸ τὸν Θεὸ μέχρι τὸ τέλος.
Εὐγενὴς καὶ ἀρχοντικὸς ὅπως ἦταν, ὅταν μᾶς μιλοῦσε στὰ ρωσικὰ ἢ στὰ ἑλληνικά, ποτὲ δὲν χρησιμοποιοῦσε τὸν ἑνικό, ἀλλὰ πάντοτε τὸν πληθυντικό. Ἦταν αὐστηρὸς μὲ μᾶς, ὅταν διέκρινε ὑπερηφάνεια μέσα μας, γιατὶ ἤξερε ὅτι ἂν δὲν μᾶς «διορθώσει», θὰ εἴχαμε κάποια πτώση. Κατὰ τὰ ἄλλα ἦταν πολὺ στοργικὸς καὶ πολὺ εὐγενικός. Μερικοὶ συνηθίζαμε νὰ τὸν κουράζουμε μὲ ἐρωτήσεις. Ὅταν κουραζόταν καὶ ἤθελε νὰ μᾶς πεῖ ὅτι ἀρκετὰ μέχρι ἐδῶ, ἔλεγε ἕνα πολὺ ὡραῖο ποιηματάκι στὰ ρωσικά:
«Ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς εὐχαριστήσω, νὰ ἐκφράσω τὴν εὐγνωμοσύνη μου καὶ τὴν ἀπὸ καρδίας ἱκανοποίησή μου, καὶ νὰ αποχωρήσω».
Δύο ἑβδομάδες πρὶν πεθάνει, καθὼς μὲ συνόδευε πρὸς τὴν ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ του, κοίταξε πρὸς τὴν κρύπτη1Τὸ ὑπόγειο κοιμητήριο τῆς Μονῆς, ποὺ βρίσκεται ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ του. Ἐκεῖ θὰ ταφοῦμε ὅλοι μας καὶ φυσικὰ ὁ γέροντας Σωφρόνιος θὰ ἦταν ὁ πρῶτος. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἀκόμη τὴν κτίζαμε. Οἱ τοῖχοι καὶ ἡ σκεπὴ ἦταν ἕτοιμα, ἀλλὰ τὸ δάπεδο δὲν εἶχε γίνει ἀκόμα. καὶ ρώτησε: «Πόσο καιρὸ θὰ χρειαστεῖ γιὰ νὰ τελειώσει;» Τοῦ απάντησα: «Δύο ἑβδομάδες ἀκόμη, πιστεύω». «Ἄ, μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ περιμένω ἔστω καὶ μία ὥρα· ἔχω πεῖ τὰ πάντα στὸν Κύριο· τώρα πρέπει νὰ φύγω». Πρέπει νὰ εἶναι πολὺ ὡραῖο νὰ νιώθεις στὴν καρδιά σου ὅτι ἔχεις μιλήσει στὸν Κύριο γιὰ τὰ πάντα καὶ αὐτὸ ποὺ μένει τώρα εἶναι ἡ αἰωνιότητα καὶ ὅτι εἶσαι ἕτοιμος νὰ φύγεις.
Πλατυσμὸς τῆς καρδίας
Πῆγα πάλι νὰ τὸν δῶ, μιὰ ἑβδομάδα προτοῦ πεθάνει. Ἦταν ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι, ἐνῶ τὶς προηγούμενες ἡμέρες καθόταν στὴν πολυθρόνα του, ὅπως πάντα. Μοῦ εἶπε: «Ἔγραψες τὸ βιβλίο ποὺ σοῦ εἶπα νὰ γράψεις;» Μοῦ εἶχε ζητήσει νὰ γράψω ἕνα βιβλίο, τὸ ὁποῖο κατάφερα νὰ ἐκδώσω μόλις τὸ περασμένο καλοκαίρι. Τοῦ εἶπα ὅτι ἔγραψα δύο κεφάλαια καὶ τοῦ ἐξήγησα τὸ περιεχόμενό τους. Εἶπε: «Πρέπει νὰ τὰ βάλεις στὴν ἀρχή» καὶ μετὰ πρόσθεσε: «Θὰ σοῦ πῶ τὰ τέσσερα κεντρικὰ σημεῖα τῆς θεωρίας μου γιὰ τὸ πρόσωπο». Ἐν συντομίᾳ, μοῦ ἔδωσε ὁλόκληρη τὴ θεωρία του γιὰ τὴν «ὑποστατικὴ ἀρχή», ὅπως τὴν ὀνομάζει. Ἦταν περίπου μία σελίδα ἀλλὰ πολὺ περιεκτική· τέσσερα σημεῖα. Καὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ μὲ κατευθύνει πῶς νὰ συνεχίσω νὰ γράφω τὸ βιβλίο.
Τέσσερις ἡμέρες πρὶν πεθάνει, ἔκλεισε τὰ μάτια του καὶ δὲν μᾶς μιλοῦσε πιά. Τὸ πρόσωπό του δὲν ἦταν καθόλου λυπημένο. Ἦταν φωτεινὸ καὶ γεμάτο ζωντάνια. Εἶχε τὴν ἴδια ἔκφραση, ὅπως ὅταν λειτουργοῦσε. Δύο τρεῖς ἑβδομάδες προτοῦ πεθάνει, κάλεσε ὅλους τοὺς ἀδελφούς, ἕναν ἕναν, νὰ πᾶνε καὶ νὰ καθίσουν μαζί του στὴν κουζίνα του γιὰ περίπου μιὰ ὥρα καὶ νὰ μιλήσουν μαζί του γιὰ τελευταία φορά. Οἱ πατέρες ποὺ εἴχαμε τὸ κλειδὶ τοῦ σπιτιοῦ του πηγαίναμε νὰ τὸν δοῦμε τακτικά. Μπαίναμε μέσα καὶ λέγαμε: «Τὴν εὐχή σας, Γέροντα». Δὲν ἄνοιγε τὰ μάτια του οὔτε ἄρθρωνε κάποια λέξη, ἀλλὰ σήκωνε τὸ χέρι του καὶ μᾶς εὐλογοῦσε. Μᾶς εὐλογοῦσε, χωρὶς νὰ πεῖ μιὰ λέξη, καὶ καταλαβαίναμε ὅτι ἔφευγε. Πρίν, προσευχόμουν νὰ τοῦ χαρίζει ὁ Θεὸς χρόνια, ὅπως λέμε στὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «τὸ γῆρας περικράτησον». Ἀλλὰ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες καταλάβαινα ὅτι ἔφευγε καὶ ἄρχισα νὰ λέω: «Κύριε, ἐπιχορήγησον τῷ σῷ δούλῳ πλουσίαν τὴν εἴσοδον εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν Σου». Προσευχόμουν χρησιμοποιώντας τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Πέτρου ἀπὸ τὴν Β΄ ἐπιστολή του (κεφ. 1,11). Συνεχῶς ἔλεγα: «Κύριε, χάρισαι τῷ σῷ δούλῳ πλουσίαν τὴν εἴσοδον εἰς τὴν βασιλείαν Σου καὶ τάξον τὴν ψυχὴν αὐτοῦ μετὰ τῶν Πατέρων αὐτοῦ», καὶ ὀνόμαζα ὅλους τοὺς συνασκητές του ποὺ ἤξερα ὅτι ἦταν μαζὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν ἅγιο Σιλουανὸ καὶ ὕστερα ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους.
Τὴν τελευταία ἡμέρα πῆγα νὰ τὸν δῶ στὶς ἕξι τὸ πρωί. Ἦταν Κυριακὴ καὶ θὰ τελοῦσα τὴν πρώτη2Γιὰ πρακτικοὺς λόγους, τὶς Κυριακὲς συνηθίζαμε τότε νὰ ἔχουμε δύο λειτουργίες στὸ μοναστήρι μας, τὴν πρώτη στὶς ἑπτὰ τὸ πρωὶ καὶ τὴ δεύτερη στὶς δέκα καὶ τέταρτο. λειτουργία, ἐνῶ ὁ Ἡγούμενός μας καὶ οἱ ἄλλοι ἱερεῖς θὰ λειτουργοῦσαν στὴ δεύτερη. Κατάλαβα ὅτι ἐκείνη τὴν ἡμέρα θὰ ἔφευγε ἀπὸ κοντά μας. Πῆγα καὶ ἄρχισα τὴν Προσκομιδή· οἱ Ὧρες ἄρχισαν στὶς ἑπτά, ἔπειτα ἀκολούθησε ἡ Λειτουργία. Στὴ διάρκεια ὅλης τῆς Λειτουργίας ἡ προσευχή μου ἐπανερχόταν στὸ αἴτημα: «Κύριε, ἐπιχορήγησον τῷ σῷ δούλῳ πλουσίαν τὴν εἴσοδον εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν Σου». Ἐκείνη ἡ λειτουργία ἦταν πραγματικὰ διαφορετικὴ ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες. Τὴ στιγμὴ ποὺ εἶπα «Τὰ ἅγια τῆς ἁγίοις», ὁ ἅγιος Ἡγούμενος ἀπροσδόκητα μπῆκε στὸ Ἱερό. Ἦταν φανερὰ συγκινημένος. Κατάλαβα ὅτι ὁ Γέροντας εἶχε φύγει. Ὅταν ἀργότερα τὸν ρώτησα τί ὥρα κοιμήθηκε, ὑπολόγισα ὅτι ἦταν τὴν ὥρα ποὺ διάβαζα τὸ Εὐαγγέλιο. Τότε ὁ Ἡγούμενος μοῦ λέει: «Κοινώνησε, δῶσε καὶ τὴ Θεία Κοινωνία στοὺς πιστοὺς καὶ ὕστερα ἀνακοίνωσε τὴν κοίμηση τοῦ γέροντος Σωφρονίου καὶ κάνε καὶ τὸ πρῶτο τρισάγιο. Θὰ κάνω καὶ ἐγὼ τὸ ἴδιο στὴ δεύτερη Λειτουργία». Ἔτσι, τεμάχισα τὸν Ἄρτο καὶ κοινώνησα· κοινώνησα καὶ τοὺς πιστοὺς καὶ ὁλοκλήρωσα τὴ Λειτουργία – δὲν ξέρω πῶς τὰ κατάφερα. Ἔπειτα, βγῆκα ἔξω καὶ εἶπα στοὺς ἀνθρώπους:
«Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς τοῦ αἰῶνος τούτου, γιατὶ στὸν λόγο Του βρίσκουμε τὴ σωτηρία καὶ τὴ λύση σὲ κάθε ἀνθρώπινο πρόβλημα. Ἀλλὰ ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι ἐπίσης σημεῖο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ δική τους γενεά. Τέτοιον πατέρα μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸ πρόσωπο τοῦ γέροντος Σωφρονίου. Στὸν λόγο του βρήκαμε τὴ λύση ὅλων τῶν προβλημάτων μας. Καὶ τώρα πρέπει νὰ κάνουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς διδάσκει ἡ Λειτουργία, δηλαδὴ «νὰ εὐχαριστήσουμε», καὶ «νὰ ἱκετεύσουμε», «νὰ παρακαλέσουμε». Ἑπομένως, ἂς εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς ἔδωσε τέτοιον πατέρα καὶ ἂς προσευχηθοῦμε γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του. Εὐλογητὸς ὁ Θεός …»
καὶ ἄρχισα τὸ Τρισάγιο.
Τὸν κρατήσαμε στὸν ναὸ μὲ τὸ φέρετρο ἀνοικτὸ γιὰ τέσσερις ἡμέρες, γιατί ἡ κρύπτη δὲν ἦταν ἕτοιμη καὶ τὸ μνῆμα δὲν εἶχε ἀκόμη κτισθεῖ. Διαβάζαμε συνεχῶς τὰ Εὐαγγέλια, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὣς τὸ τέλος, καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅπως συνηθίζεται στοὺς ἱερεῖς. Κάναμε Τρισάγια καὶ διαβάζαμε πολλὲς ἄλλες προσευχές· κάναμε τὶς ἀκολουθίες μας, τὴ Λειτουργία, καὶ ἐκεῖνος ἦταν ἐκεῖ, στὸ μέσο τοῦ ναοῦ γιὰ τέσσερις ἡμέρες. Ἦταν πράγματι σὰν Πάσχα, τόσο ὄμορφη καὶ εὐλογημένη ἀτμόσφαιρα! Κανεὶς δὲν ἔδειξε ὑστερία. Ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη εἰρήνη. Ὁ καθένας μας προσευχόταν μὲ ἔμπνευση. Κάποιος φίλος τῆς Μονῆς, ποὺ ἔπειτα χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος, μόλις ἄκουσε ὅτι ὁ γέροντας Σωφρόνιος ἐκοιμήθη, ἦρθε καὶ νιώθοντας τὴν ἀτμόσφαιρα ποῦ ἐπικρατοῦσε μοῦ εἶπε: «Ἂν ὁ γέροντας Σωφρόνιος δὲν εἶναι ἅγιος, τότε δὲν ὑπάρχουν ἅγιοι!» Ἔτυχε νὰ ἔχουμε μερικοὺς μοναχοὺς ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ εἶχαν ἔρθει νὰ δοῦν τὸν Γέροντα, ἀλλὰ δὲν τὸν πρόλαβαν ζωντανό. Ὁ πατὴρ Τύχων ἀπὸ τὴ Σιμωνόπετρα ἦταν ἕνας ἀπὸ αὐτούς.
Κάθε φορὰ ποὺ οἱ Ἕλληνες ἔρχονταν στὴν Ἀγγλία γιὰ λόγους ἰατρικούς, εἶχαν τὴ συνήθεια νὰ ἐπισκέπτονται τὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ τοὺς διαβάσει ὁ γέροντας Σωφρόνιος μιὰ εὐχή, γιατὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς θεραπεύονταν. Πολλοὶ ἔχουν νὰ διηγηθοῦν τέτοια περιστατικά. Δύο ἀπὸ αὐτούς, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, ἔκτισαν καὶ ναὸ στὴν Ἑλλάδα ἀφιερωμένο στὸν ἅγιο Σιλουανό. Τὴ δεύτερη ἢ τὴν τρίτη ἡμέρα ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ γέροντος Σωφρονίου, ἦρθε μία οἰκογένεια μὲ ἕνα παιδὶ δεκατριῶν ἐτῶν. Εἶχε ὄγκο στὸ κεφάλι καὶ θὰ γινόταν ἡ ἐγχείρηση τὴν ἑπόμενη μέρα. Ὁ πατὴρ Τύχων ὁ Σιμωνοπετρίτης ἦρθε καὶ μοῦ εἶπε: «Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολὺ στενοχωρημένοι. Ἦρθαν καὶ δὲν βρῆκαν τὸν γέροντα Σωφρόνιο. Δὲν διαβάζεις καμιὰ εὐχὴ στὸ παιδί;» Τοῦ εἶπα: «Πᾶμε μαζί, γιὰ νὰ κάνεις τὸν ἀναγνώστη. Θὰ διαβάσουμε τὶς εὐχὲς στὸν διπλανὸ ναό». Πήγαμε καὶ διαβάσαμε τὶς εὐχὲς στὸ παιδί, καὶ στὸ τέλος μοῦ λέει ὁ πατὴρ Τύχων: «Δὲν βάζεις τὸ παιδὶ νὰ περάσει κάτω ἀπὸ τὸ φέρετρο τοῦ Γέροντα; Θὰ θεραπευθεῖ. Χάνουμε τὸν καιρό μας νομίζω μὲ τὸ νὰ διαβάζουμε εὐχές». Ἀπάντησα ὅτι δὲν μπορῶ νὰ κάνω κάτι τέτοιο, διότι ὁ κόσμος θὰ πεῖ ὅτι πρὶν καλὰ καλὰ πεθάνει τὸν κάναμε ἅγιο!» Καὶ ὕστερα πρόσθεσα: «Ἐσὺ εἶσαι ἁγιορείτης μοναχός, κανεὶς δὲν θὰ πεῖ τίποτα». Τότε ἐκεῖνος πῆρε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ ἔβαλε νὰ περάσει κάτω ἀπὸ τὸ φέρετρο. Τὴν ἑπόμενη μέρα ἐγχειρίστηκε καὶ οἱ γιατροὶ δὲν βρῆκαν τίποτα. Τότε εἶπαν: «Λάθος διάγνωση. Μᾶλλον πρέπει νὰ ἦταν φλεγμονή». Τὸ παιδὶ συνοδευόταν ἀπὸ ἕναν γιατρὸ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ὁ ὁποῖος εἶχε μαζί του τὴν ἀκτινογραφία ποὺ ἔδειχνε τὸν ὄγκο καὶ ὁ ὁποῖος τοὺς εἶπε: «Γνωρίζουμε πολὺ καλὰ τί σημαίνει αὐτὴ ἡ “λάθος” διάγνωση». Τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα ὅλη ἡ οἰκογένεια τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ἦρθε στὸ μοναστήρι, στὸ μνῆμα τοῦ γέροντος Σωφρονίου, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει. Αὐτὸ συνέβη ἀμέσως μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντα. Συγχωρῆστε με. Μίλησα περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι ἔπρεπε.
Footnotes
- 1Τὸ ὑπόγειο κοιμητήριο τῆς Μονῆς, ποὺ βρίσκεται ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ του. Ἐκεῖ θὰ ταφοῦμε ὅλοι μας καὶ φυσικὰ ὁ γέροντας Σωφρόνιος θὰ ἦταν ὁ πρῶτος. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἀκόμη τὴν κτίζαμε. Οἱ τοῖχοι καὶ ἡ σκεπὴ ἦταν ἕτοιμα, ἀλλὰ τὸ δάπεδο δὲν εἶχε γίνει ἀκόμα.
- 2Γιὰ πρακτικοὺς λόγους, τὶς Κυριακὲς συνηθίζαμε τότε νὰ ἔχουμε δύο λειτουργίες στὸ μοναστήρι μας, τὴν πρώτη στὶς ἑπτὰ τὸ πρωὶ καὶ τὴ δεύτερη στὶς δέκα καὶ τέταρτο.