Ὁ Ἡσυχασμὸς δὲν εἶναι ἕνα σύστημα ὀρθόδοξου μυστικισμοῦ ἀλλὰ ἄρτια διδασκαλία καὶ θεωρία τοῦ «μεγάλου μυστηρίου τῆς εὐσεβείας»1Βλ. Α’ Τιμ. 3,16., ποὺ ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐπὶ γῆς Παρουσία Του. Ἡ ἀσκητικὴ τοῦ Ἡσυχασμοῦ εἶναι ὅ,τι ἱερώτερο, ἁγιώτερο, τελειότερο ὑπάρχει στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὁ Ἡσυχασμὸς οὐδέποτε θεωρήθηκε ὡς αὐτοσκοπὸς ἢ ὡς μέσο ἀποκτήσεως χάριτος, ἀλλὰ ὡς μέσο εὑρέσεως καὶ καθάρσεως τῆς καρδιᾶς, ὡς μέσο ἑστιάσεως τῆς προσοχῆς καὶ διατηρήσεως τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἡσυχαστικὴ προσευχὴ εἶναι μέσο κοινωνίας καὶ ἑνώσεως μὲ τὸν ζῶντα καὶ προσωπικὸ Θεό.
Συχνὰ οἱ ἄνθρωποι διερωτῶνται, πῶς μποροῦν νὰ ἀποφύγουν τὴν ἁμαρτία στὴ σύγχρονη ἐποχή, ὅταν ἀπὸ παντοῦ τοὺς κυκλώνουν πειρασμοί; Ὅ,τι καὶ ἂν ἀκούσει κάποιος, ὅ,τι καὶ ἂν κοιτάξει στὸν κόσμο ποὺ τὸν περιβάλλει, συντείνει ἔμμεσα ἢ ἄμεσα στὴν ἁμαρτία. Ὁ Κύριος ὅμως ἐνίσχυσε τὸν λαό Του μὲ ὅπλο ἀήττητο, παραδίδοντας τὴν ἐντολὴ τῆς νήψεως. «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν»2Ματθ. 26,41· βλ. ἐπίσης Ματθ. 24,42· Μάρκ 13,35 καὶ 37· Μάρκ 14,38· Λουκ. 12,37.. Καὶ μὲ τὸ στόμα τοῦ Ἀποστόλου Του ἐξηγεῖ συνοπτικά: «Διὸ ἀναζωσάμενοι τὰς ὀσφύας τῆς διανοίας ὑμῶν, νήφοντες, τελείως ἐλπίσατε ἐπὶ τὴν φερομένην ὑμῖν χάριν ἐν ἀποκαλύψει Ἰησοῦ Χριστοῦ»3Α’ Πέτρ. 1,13..
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ νήφει ἔχει τὴν προσοχή του στραμμένη πρὸς τὰ ἔσω. Μὲ τὴν ἐργασία τῆς νήψεως καλλιεργεῖ ἕνα φωτεινὸ τόπο στὴν καρδιά, πρὸς τὸν ὁποῖο ἑλκύεται ὁ νοῦς καὶ βρίσκει ἀνάπαυση. Ὡς ἐκ τούτου, οἱ ἐντυπώσεις ποὺ προσλαμβάνει μὲ τὶς αἰσθήσεις δὲν ἀφήνουν σοβαρὰ ἀποτυπώματα καὶ πληγὲς στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδιά του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν Ἡσυχασμὸ εἶναι ἰδιαιτέρως ἐπίκαιρος στὴν ἐποχή μας.
Ἡσυχασμὸς σημαίνει τὴ νίκη τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῶν παθῶν, ἐπὶ τοῦ κοσμικοῦ κακοῦ· σημαίνει τὴν ἀνάπαυση τοῦ Πνεύματος στὸν νυμφώνα τῆς καρδιᾶς του. Εἶναι ἄσκηση διττοῦ χαρακτήρα, ἀφενὸς ἀποθέσεως, ἀπεκδύσεως, ἀρνήσεως, καὶ ἀφετέρου προσλήψεως, ἐπενδύσεως καὶ ἀποδοχῆς πληρώματος. Κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἰσέλθει στὸν εὔδιο λιμένα τῆς ἡσυχίας, χωρὶς πρῶτα νὰ γίνει ὁ «διαμεμενηκὼς μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἐν τοῖς πειρασμοῖς Αὐτοῦ»4Βλ. Λουκ. 22,28., νὰ ἀνέβει στὸν σταυρὸ μὲ τὸν Κύριο, νὰ νεκρωθεῖ τελείως πρὸς τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ γίνει μέτοχος στὴν πληρότητα τῆς ζωῆς Του.
Οἱ μάρτυρες σὲ μιὰ στιγμὴ ἀψήφησαν τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἔλαβαν τὸν στέφανο τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ δοξασμοῦ καὶ εἰσῆλθαν θριαμβευτικὰ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τὸ καθημερινὸ ὅμως μαρτύριο τῶν ἀσκητῶν ἡσυχαστῶν νὰ κρατοῦν γιὰ δεκαετίες τὸν «νοῦν τὸν ἀκράτητον» συνεχῶς στὰ στήθη τους ἐπικαλούμενοι τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, εἶναι ἀπερίγραπτο καὶ ἀκατάληπτο στοὺς ἀλλότριους ὀφθαλμούς.
Ἡ ἀδιάλειπτη προσεδρία τοῦ νοῦ στὴν καρδιὰ ἀπαιτεῖ μεγάλη ὑπομονὴ καὶ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν εἶναι παθητική. Ἀπαιτεῖ νὰ βαστάζει ὁ ἄνθρωπος πάντοτε στὸ σῶμα του «τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ»5Βλ. Γαλ. 6,17., νὰ εἶναι «φίλος τοῦ Σταυροῦ», νὰ φέρει καρδιὰ περιτετμημένη καὶ ἀλγοῦσα μὲ πόνο ἀκατάσχετο ἀλλὰ συνάμα φωτεινὸ καὶ γλυκύ.
Οἱ ρίζες τοῦ Ἡσυχασμοῦ ἐκτείνονται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἤδη στὴ Γένεση ἀναφέρεται ὅτι οἱ ἄνθρωποι «ἤλπισαν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ»6Γέν. 4,26.. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ὑπέδειξε στὸν ἐκλεκτὸ λαό Του τὸν Ἡσυχασμό, ὡς ὁδὸ τῆς γνήσιας θεογνωσίας καὶ θεοκοινωνίας, δίδοντας τὴν ἐντολή: «Σχολάσατε καὶ γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός»7Ψαλμ. 45,11.. Οἱ θεοπτίες τῶν Προφητῶν καὶ τῶν δικαίων, ὅπως τοῦ Μωυσῆ καὶ τοῦ Ἠλία, προηγήθηκαν ἀπὸ ἡσυχία καὶ δέηση πρὸς τὸν Θεό. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος προσέδρευε στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων μὲ ἡσυχαστικὴ προσευχὴ καὶ μελέτη τῶν Γραφῶν. Στὴ ζέση αὐτῆς τῆς προσευχῆς δέχθηκε τὸ ὑπερφυὲς μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ σάρκωσε στὰ σπλάγχνα Της τὸν Ἕνα τῆς Τριάδος, τὸν Κύριο Ἰησοῦ.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, δίδοντάς μας τὸ ὑπόδειγμα, κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς ζωή Του ἀποσυρόταν σὲ ἔρημους τόπους γιὰ προσευχή. Ἰδιαιτέρως πρὶν τὴ φρικτὴ θυσία Του προσευχήθηκε μὲ αἱματηρὸ ἱδρώτα στὴ Γεθσημανῆ, ὥστε ἡ πράξη Του νὰ φέρει τὴ σφραγίδα τῆς Πατρικῆς εὐλογίας. Πρὶν ἀναστηθεῖ καὶ ἐμπλήσει «τὰ πάντα Φωτός»8Βλ. Κανόνας Ἀναστάσεως., ὁ Κύριος Ἰησοῦς κατέπαυσε τρεῖς ἡμέρες στὸν τάφο καὶ «ἐσίγησε πᾶσα σὰρξ βροτεῖα»9Βλ. Χερουβικὸς Ὕμνος Μεγάλου Σαββάτου.. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπεδήμησε στὸν κόσμο, ἐνόσῳ οἱ μαθητὲς ἡσύχαζαν ὁμοθυμαδόν.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ δηλώνει ἀφενὸς τὴν προέλευσή του, ἀφετέρου ὅμως τὸν μεγαλειώδη πρὸ καταβολῆς κόσμου προορισμό του, νὰ γίνει ἕνας μικρὸς θεός, κατὰ χάρη ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος, νὰ ἀναδειχθεῖ σὲ «Θεοῦ κατοικητήριον».
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε «καλὸς λίαν», ἀλλὰ ὄχι τέλειος. Ὁ Θεὸς τὸν ἔπλασε ἐλεύθερο, ὥστε νὰ ἔχει ἐντός του τὴ δυνατότητα τῆς τελειώσεως. Ἑπομένως, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος προικίσθηκε μὲ τὸ αὐτεξούσιο, γιὰ νὰ ἀποδώσει ὁ Θεὸς στὸ λογικὸ πλάσμα Του τὸ τέλειο χάρισμα, «χρειάζεται» τὴ συνέργειά του.
Στὸν Παράδεισο ὁ ἄνθρωπος δέχθηκε ἄμεσα ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν πνοή Του, τὴν πρώτη δόση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πρὶν τὴν πτώση ἦταν ἄρτιος ἔχοντας θαυμαστὴ ἑνότητα ὅλου τοῦ εἶναι του. Δὲν ὑπῆρχε ἁμαρτία, οὔτε ὀδύνη, οὔτε ἀρρώστια, οὔτε, βεβαίως, θάνατος. Προικισμένος μὲ μιὰ νοερὴ δύναμη ὁ ἄνθρωπος ἀπολάμβανε ἀρρήτως τὴν εὐδαιμονία τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας ἀκατάπαυστα τὸν νοῦ του στραμμένο πρὸς τὸν Δημιουργὸ καὶ Πατέρα του. Ὁ νοῦς του δηλαδὴ ἦταν ὅλος συγκεντρωμένος σὰν μιὰ δέσμη φωτὸς καὶ ἑνωμένος μὲ τὸ κέντρο τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, τὴν καρδιά.
Κατὰ τὴν πτώση τραγικὴ διάσπαση σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα ἔλαβε χώρα. Χωρίσθηκε ὁ Οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ, ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Θεό, ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν πλησίον του, ἀλλὰ καὶ οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου χωρίσθηκαν μεταξύ τους. Ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά του διαιρέθηκαν καὶ κατακερματίσθηκαν. Ὁ ἄνθρωπος ἀπώλεσε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐντός του εἰσχώρησε ὕπουλα τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι μολυσμένο μὲ τὴν ἑωσφορικὴ ἐνέργεια.
Στὴ συνηθισμένη κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὴν πτώση – ποὺ ἀποκαλεῖται φυσικὴ ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι ἐντελῶς παρὰ φύσιν – ὁ νοῦς εἶναι διάχυτος σὲ ὅλη τὴν κτίση καὶ σείεται ἀπὸ τοὺς ἀνέμους τῆς φαντασίας. Ἀποσυνδεδεμένος δηλαδὴ ἀπὸ τὴν καρδιά, τὴ βάση του, ὁ νοῦς καθίσταται θύμα τῆς φαντασίας, ἡ ὁποία ὑπερλειτουργεῖ καὶ τὸν ἐξωθεῖ πρὸς τὸν περιβάλλοντα κόσμο καὶ πρὸς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος παρατηρεῖ ὅτι, «ὅσο μακρύτερα ἀπὸ τὸν Θεὸ βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος, τόσο πιὸ διάχυτες εἶναι οἱ σκέψεις του, τόσο πιὸ ἀκαθόριστα καὶ συγκεχυμένα τὰ πνευματικά του βιώματα»10Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 333.. Ἐπιπλέον, παρατηρεῖ ὅτι «ὁ κόσμος τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας εἶναι κόσμος τῶν “φασμάτων” τῆς ἀλήθειας, κοινὸς στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς πεπτωκότας ἀγγέλους καὶ γι’ αὐτὸ ἡ φαντασία γίνεται πολλὲς φορὲς ἀγωγὸς δαιμονικῆς ἐνέργειας»11Ὅ.π., σ. 197.. Ὁ ἄνθρωπος στὴ νοσηρὴ αὐτὴν κατάσταση μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ ἀκόμη καὶ στὸν πειρασμὸ τῆς αὐτοθεώσεως.
Ἡ ἡσυχαστικὴ ἄσκηση σκοπὸ ἔχει νὰ ἑνοποιήσει τὶς διασπασμένες δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ θεραπεύσει τὰ τραύματα τῆς πτώσεως, ὥστε νὰ φθάσει στὸ μέτρο τελειότητας ποὺ ἀπαιτοῦν οἱ δύο μεγάλες ἐντολὲς τῆς ἀγάπης, πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον. Κατ’ οὐσίαν, στοχεύει νὰ καταστήσει τὸν ἄνθρωπο κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, διότι ἂν δὲν ἔλθει ὁ Κύριος νὰ σκηνώσει ἐντός του, ὁ ἄνθρωπος «οὐ δύναται ποιεῖν οὐδέν», πόσο μᾶλλον τοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐκπληρώσει τὴν ὑπὲρ φύσιν ἐντολὴ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν συνάνθρωπο, καὶ ἰδιαίτερα τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθρούς.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς κάνει λόγο γιὰ τὴν κυκλικὴ κίνηση τοῦ νοῦ. Ἡ πρώτη κίνηση εἶναι τὸ ἀπότοκο τῆς πτώσεως, ὁ χωρισμὸς τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ ἡ διάχυσή του στὸν κτιστὸ κόσμο.
Ἡ δεύτερη κίνηση ἐπιτελεῖται μὲ τὴ σύναξη τοῦ νοῦ πρὸς τὰ ἔσω καὶ τὴν κατάβασή του στὴν καρδιά. Κάποιο ἀγαθὸ νόημα μεταβάλλει τὴν κατεύθυνση τοῦ νοῦ καὶ τὸν στρέφει πρὸς τὰ ἔσω, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου ἡ μνήμη τοῦ πατρικοῦ οἴκου ἔκανε τὸν νεώτερο υἱὸ νὰ «ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν»12Βλ. Λουκ. 15,17.. Ἡ ἕνωση ὅμως τοῦ νοῦ μὲ τὴν καρδιὰ δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τεχνητὰ μέσα καὶ ἀσκήσεις χωρὶς τὴ συναντίληψη τῆς θείας χάριτος, ὅσο καὶ ἂν ἀγωνισθεῖ ὁ ἀσκητής.
Τέλος ἡ τρίτη καὶ τέλεια κίνηση ἐπιτελεῖται, ὅταν ἑνωμένος ὁ νοῦς μὲ τὴν καρδιὰ στραφοῦν μὲ ἀκατάβλητη ὁρμὴ πρὸς τὸν Θεό. Τότε ὁ νοῦς, ὡς ἱερέας στὸ θυσιαστήριό του, ἡγεμονεύει ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, ἀναφέροντάς τες στὸν Κύριο. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἀποκαλεῖ τὴν προσευχὴ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ ἑνωμένα ὡς τὴ «φυσικὴ θρησκευτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, τὴν ὁποία ποθοῦμε, ζητοῦμε καὶ μᾶς δίνεται ἄνωθεν»13Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 91..
Ἡ καρδιὰ τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου», τοῦ μὴ ἀναγεννημένου, εἶναι θαμμένη στὸ σῶμα του, χωρὶς νὰ ἔχει «νοερὰν αἴσθησιν». Εὑρίσκεται σὲ λήθαργο, ὅπως κάποια ἑρπετὰ καὶ ζῶα ποὺ περιπίπτουν σὲ χειμερία νάρκη. Καθόσον ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέσα στὸν κόσμο, ὑπόδουλος τῶν παθῶν καὶ τῶν προσκολλήσεών του, ἡ καρδιά του συνεχῶς θάπτεται ὁλοένα βαθύτερα. Κλοιὸς τὴν περικλείει ἀσφυκτικὰ καὶ τὴν κρατᾶ φυλακισμένη. Ὁ μόνος τρόπος νὰ ἀνανεύσει εἶναι μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ θείου Ὀνόματος.
Ἡσυχασμὸς σημαίνει νὰ διαφυλάσσει ὁ ἄνθρωπος συνεχῆ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ14Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 1, 30, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Α’, ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 21988, σ. 491. μέσῳ τῆς ἀδιάλειπτης ἐπικλήσεως τοῦ σωτηρίου Ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου δόθηκε μὲ ἀποκάλυψη καὶ εἶναι φορέας τῆς ἐνέργειας Ἐκείνου τὸν Ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἐπικαλεῖται. Ὅταν ὁ νοῦς ἐγκατασταθεῖ στὴν καρδιὰ μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ θείου Ὀνόματος, ἡ ἐνέργεια αὐτὴ μεταδίδεται καὶ στὸν ὅλον ἄνθρωπο. Ἀπὸ τὴν ψυχὴ τότε περνάει «βιαία πνοή». Ἡ καρδιὰ ὑφίσταται «συσσεισμὸ» καὶ συντρίβεται, ἀλλὰ ἀκολουθεῖ ἡ λεπτὴ αὔρα τῆς παρακλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος15Πρβλ. Γ’ Βασ., 19,11-12..
Πρῶτα ὁ ἄνθρωπος γεύεται τὴν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, ποὺ προευπρεπίζει χῶρο γιὰ τὰ ἄλλα χαρίσματα. Ἔπειτα μαθητεύει στὴν ταπείνωση, ποὺ εἶναι γεννητικὴ καὶ συνεκτικὴ κάθε ἀρετῆς καὶ τελειότητας. Τότε ἡ χάρη ἡγεμονεύει, ἑνοποιεῖ καὶ θεραπεύει ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ποὺ ὑπηρετοῦν ἐφεξῆς τὸ ἕνα φυσικὸ πάθος, τὴ θεία ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται «ὁλοτελὴς»16Βλ. Α’ Θεσ. 5,23. «διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως»17Βλ. Α’ Τιμ. 4,5., «ἐν τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ»18Βλ. Ἰωάν. 16,23-24..
Ὅπως ἡ ὄρνιθα κάθεται μὲ ὑπομονὴ πάνω στὰ αὐγά της καὶ τὰ ἐπωάζει, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ἐπωάζει τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὴν καρδιά. Βαθμηδὸν ἡ ἐνέργεια τοῦ Ὀνόματος συσσωρεύεται, ὡσότου φθάσει στὸ πλήρωμα ποὺ δημιουργεῖ μεγάλη ἔκρηξη στὴν ψυχὴ καὶ ὁ ἄνθρωπος τότε ἁρπάζεται μὲ ὅλο τὸ εἶναι του στὸν ἄλλον κόσμο. Βλέπει ἤδη ἀπὸ αὐτὴν τὴ ζωὴ «τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει»· μᾶλλον ὁ ἴδιος εἰσέρχεται σὲ αὐτήν.
Γιὰ νὰ ἀναλάβει κάποιος τὸν ὑπερφυσικὸ καὶ ὑπερκόσμιο ἄθλο τοῦ Ἡσυχασμοῦ, πρέπει νὰ συνέχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σὲ σημεῖο, ποὺ νὰ μὴν ἐπιτρέπει σὲ ἀλλότριο λογισμὸ νὰ εἰσχωρήσει στὴν καρδιά του καὶ νὰ χλιάνει τὴ ζέση τῆς καμίνου στὰ στήθη του. Εἰδάλλως, ἂν τὸ πῦρ τῆς θείας ἀγάπης δὲν καταφλέγει τὸ εἶναι του, ἂν ἡ καρδιά του δὲν εἶναι σχισμένη καὶ ἡ ὕπαρξή του κατώδυνη ἀπὸ τὸν μεταφυσικὸ πόνο τῆς μετανοίας, τὸ πάθος τῆς ἀκηδίας σύντομα θὰ τὸν ὑποσκελίσει στὴν ἔρημο, καὶ αὐτὸς θὰ βρεθεῖ σὲ μεγάλη ἀμηχανία. Θὰ ἀρχίσει νὰ καλλιεργεῖ κήπους, νὰ κτίζει κελλιά, ἀλλὰ θὰ ἔχει χάσει τὴν οὐσία τῆς ἡσυχαστικῆς βιοτῆς καὶ ἡ ζωή του θὰ παύσει νὰ εἶναι «θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένη»19Βλ. Ἀναβαθμοὶ πλ. Α’, Ἀντίφωνον Α’..
Ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ βαστάσει τὴν ὑπερκόσμια κατάσταση τῆς ἡσυχίας, παρὰ μόνον ἐὰν ὁ Θεὸς προετοιμάσει καὶ ἐνδυναμώσει τὴ φύση του. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ Ἀποστόλου ποὺ διακηρύττει, «ὅταν ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι»20Βλ. Β’ Κορ. 12,10., ἐκεῖνο ποὺ ἐνδυναμοῖ τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ σταύρωση, ἡ ἑκούσια νέκρωση, τὸ πένθος τῆς μετανοίας.
Τὸ πνευματικὸ πένθος περιτέμνει τὴν καρδιά. Ὅπως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι κάποιος μέλος τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ χωρὶς τὴν περιτομὴ τῆς σαρκός, ἔτσι καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ κάποιος μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ χωρὶς τὴν πνευματικὴ περιτομὴ τῆς καρδιᾶς.
Τὸ πένθος γεννᾶται μὲ τὴν αὐτομεμψία. Σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες, ἡ αὐτομεμψία εἶναι μίμηση τοῦ Πάθους τοῦ ἐσταυρωμένου Κυρίου καὶ πορεία στὴν ὁδό Του. «Ὁ ἑκουσίως ἀναλαμβάνων τὸ πταῖσμα, τρέχει ὀπίσω τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ»21Βλ. Πέτρου Δαμασκηνοῦ, Λόγος 10, Περὶ ταπεινώσεως, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Τόμ. Γ’, «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1961, σ. 135.. Ἂν σπάσει ὁ ἄνθρωπος τὸ χέρι του, ὁ νοῦς του κολλάει στὸ πονεμένο μέλος του. Στιγμὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ λησμονήσει. Ἔτσι καὶ ὁ πόνος ποὺ προκαλεῖται στὴν περιτετμημένη μὲ τὴν αὐτομεμψία καρδιά, ἑλκύει τὸν νοῦ πρὸς τὸν τόπο της. Ἡ αὐτομεμψία ἀποδεικνύεται πανίσχυρο ὅπλο στὰ χέρια τοῦ ἀσκητῆ τῆς εὐσεβείας. Ὁ ἅγιος Σιλουανός, ὁ ἀκάματος καὶ ἀνδρεῖος αὐτὸς ἐργάτης τοῦ πένθους καὶ τῆς μετανοίας δίδει τὴν ἑξῆς συμβουλή: «Ἂν δεῖς τὸν σατανᾶ καὶ σὲ κατακαίει μὲ τὴ φωτιά του προσπαθώντας νὰ ἁρπάξει τὸν νοῦ σου, πάλι μὴ φοβᾶσαι, ἀλλὰ νὰ ἐλπίζεις μὲ δύναμη στὸν Κύριο καὶ νὰ λές: “Ἐγὼ εἶμαι ὁ χειρότερος ἀπὸ ὅλους”· καὶ θὰ φύγει ἀπὸ κοντά σου ὁ ἐχθρός»22Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 519..
Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς δὲν συμβουλεύει νὰ ἀρχίσει ὁ πιστὸς νὰ προσεύχεται γρήγορα, μὲ ζέση καὶ ἔνταση, οὔτε συνιστᾶ ἀμέτρητες μετάνοιες καὶ ἄλλα ἐπίπονα ἀσκητικὰ ἔργα. Ἁπλῶς ὑποδεικνύει ὅτι ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ νίκη, ἀκόμη καὶ ἐνάντια στὰ «πνεύματα τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις»23Βλ. Ἐφ. 6,12., εἶναι τὸ νὰ τοποθετήσει ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ κάθε κτίσμα· νὰ θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀνάξιος ἀκόμη καὶ νὰ ἐπικαλεῖται τὸ μέγα καὶ θαυμαστὸ καὶ ὑπεράγιο Ὄνομα ποὺ τοῦ δόθηκε γιὰ τὴ σωτηρία του, καὶ τὸ ὁποῖο οἱ Ἅγιοι τὸ ἐπικαλοῦντο μὲ μεγάλο φόβο, προσθέτοντας: «Μὴ κατακρίνῃς με Χριστέ, μὴ εἰς ᾅδην ἀπώσῃ, μὴ καταγάγῃς εἰς βυθὸν θανάτου τὴν ψυχήν μου, ὅτι τολμῶ τὸ ὄνομα τὸ Σὸν κατονομάζειν, ὁ ῥυπαρός, ὁ μιαρὸς καὶ βέβηλος εἰς ἅπαν»24Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Ὕμνοι 25, 104-107, ἔκδ. Johannes Koder, “Sources Chrétiennes”, τόμ. 174, Paris 1971, σ. 262..
Κατ’ οὐσίαν, ὁ ἀσκητὴς δὲν μπορεῖ νὰ φυλάξει τὴν ὑψηλὴ πνευματικὴ κατάσταση ποὺ φέρει ἡ ἡσυχαστικὴ προσευχή, ἂν δὲν γίνει μιμητὴς τῆς «κατὰ Χριστὸν ταπεινώσεως», ἂν δὲν βαδίζει στὸ χεῖλος τῆς ἀπογνώσεως, ἂν δὲν κρατᾶ τὸν νοῦ του στὶς φλόγες τοῦ ἅδη. Ὁ παραμικρὸς ὑπερήφανος ἢ κενόδοξος λογισμὸς ἀνοίγει θυρίδα στὸν ἐχθρὸ ποὺ εἰσέρχεται λυσσαλέα καὶ λυμαίνεται τὴν καρδιά του. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος πού, ὅπως διηγεῖτο ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὅταν ἦταν μοναχὸς στὸν Ἄθωνα παρατήρησε ὅτι, στοὺς ἡσυχαστὲς συμπεριφέρονταν, τρόπον τινά, «ὑποτιμητικά». Ὅταν αὐτοὶ ἐπισκέπτονταν τὰ κοινόβια, τοὺς δέχονταν καὶ τοὺς ἔδιδαν κάποιες προμήθειες σὲ τρόφιμα. Οὐδέποτε ὅμως ἐξέφραζαν θαυμασμὸ γιὰ τὸν τρόπο βιοτῆς τους οὔτε βεβαίως τοὺς ἀπηύθυναν ἐπαινετικὸ λόγο.
Ὅσο ὀξύτερος εἶναι ὁ πνευματικὸς πόνος, τόσο βιαιότερα ἁρπάζεται ὁ νοῦς, κατέρχεται στὴ βαθειὰ καρδιὰ καὶ ἀγκυροβολεῖ ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ πόνου. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐξηγεῖ ὅτι ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ προσευχὴ εὑρίσκει τὸν ρυθμό της. Ὁ νοῦς ἐπιστρέφει στὴν πρωταρχική του θέση, ὡς ὁ δεσπότης τοῦ οἴκου, καὶ στὸ ἑξῆς ὅλο τὸ ἀνθρώπινο εἶναι θεραπευμένο λειτουργεῖ ἀγγελοειδῶς, διακονώντας καὶ δοξολογώντας τὸν Κύριο. Τὸ λογιστικὸ ἔχει πλέον ὡς ἐνασχόληση τὴ νήψη. Τὸ θυμικὸ συνέχεται ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ παθητικὸ καταλαμβάνεται ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς θείας ἀγάπης.
Ὅταν ὁ Θεὸς καταυγάσει κάθε σκοτία στὴν καρδιά, ὁ ἄνθρωπος ἀκόμη δὲν ἔχει φθάσει στὴν τελειότητα. Ἔχει ἀποκτήσει μιὰ σχετικὴ καθαρότητα, ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἔχει διπλὴ ὅραση· τὴν ἄμωμη ὅραση τοῦ Ἁγίου τῶν ἁγίων καὶ τὴν εἰδεχθῆ ὅραση τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου. Τότε ἀρχίζει ἡ ἀληθινὴ μετάνοια. Ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ, διότι διακρίνει πῶς τὸν προόρισε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι, πῶς δηλαδὴ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι γιὰ νὰ ἔχει πλήρη διαφάνεια στὸ ἅγιο Φῶς καὶ νὰ γίνει τόπος καταπαύσεως τοῦ Πνεύματός Του. Ἡ μετάνοια αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος, διότι τὸ τέλος θὰ δοθεῖ μόνο στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τότε καὶ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἀφομοιωθεῖ στὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ, «ὅτι ὄψεται Αὐτὸν καθώς ἐστι»25Βλ. Α’ Ἰωάν. 3,2., «φῶς, ἐν ᾯ σκοτία οὐκ ἔστιν οὐδεμία»26Α’ Ἰωάν. 1,5.. Μὲ αὐτὴν τὴν προσδοκία ὁ πιστὸς Χριστιανὸς σὲ αὐτὴν τὴ ζωὴ «ἁγνίζει ἑαυτόν, καθὼς Ἐκεῖνος ἁγνός ἐστιν»27Α’ Ἰωάν. 3,3..
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος σὲ ἕνα ποιητικὸ χωρίο ποὺ ἐπαναλαμβάνεται πέντε φορὲς στὰ Συγγράμματά του, ἐκφράζει τὴν καρδιὰ τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κατέχουν οἱ Ἅγιοι.
«Ὅταν, κατὰ τὸν κορυφαῖο Ἀπόστολο, γλυκοχαράξει ἡ ἡμέρα καὶ ἀνατείλει ὁ ἥλιος στὶς καρδιές μας, τότε, σύμφωνα μὲ τὸ προφητικὸ λόγιο, ἐξέρχεται ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἐργασία του καὶ ἀνυψώνεται μέσα στὸ φῶς στὴν ὁδὸ ποὺ ἀνεβαίνει σὲ ὄρη αἰώνια. Καί, ὢ τοῦ θαύματος, μέσα σὲ αὐτὸ τὸ φῶς καθίσταται ἐπόπτης πραγμάτων ὑπερκοσμίων, εἴτε χωρὶς νὰ χωρίζεται ἀπὸ τὴν ὕλη ἀπὸ τὴν ὁποία κατ’ ἀρχὰς δημιουργήθηκε εἴτε ἀποχωριζόμενος ἀπὸ αὐτήν, ὅπως χορηγεῖ ἡ ὁδός. Διότι δὲν ἀνυψώνεται πάνω στὶς ἀπατηλὲς πτέρυγες τῆς διάνοιας, ποὺ ὡς τυφλὴ περιεργάζεται τὰ πάντα, χωρὶς ὅμως νὰ κατανοεῖ σαφῶς καὶ ἀνενδοιάστως οὔτε τὰ ἀπόντα αἰσθητὰ οὔτε τὰ ὑπερβατικὰ νοητά, ἀλλὰ πράγματι ἀνυψώνεται μὲ τὴν ἄρρητη δύναμη τοῦ Πνεύματος καὶ μὲ τὴν ἄρρητη πνευματικὴ συναντίληψη ἀκούει ἄρρητα ρήματα καὶ θεᾶται τὰ ἀθέατα. Καὶ γίνεται ἤδη ἀπὸ ἐδῶ ἕνα μὲ τὸ θαῦμα, καὶ παρόλο ποὺ εἶναι ἀπὼν ἀπὸ ἐκεῖ, ἁμιλλᾶται ὡστόσο τοὺς ἀκάματους ὑμνωδούς. Γίνεται ἀληθινὰ ὡς ἄλλος ἄγγελος Θεοῦ πάνω στὴ γῆ προσάγοντας μέσῳ τοῦ ἑαυτοῦ του κάθε κτίσμα σὲ Αὐτόν, ἐφόσον καὶ ὁ ἴδιος μετέχοντας στὰ πάντα, κοινωνεῖ τώρα μὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὑπεράνω πάντων, ὥστε ἡ εἰκόνα νὰ εἶναι ἀκριβής»28Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρὸς Ξένην μοναχὴν 59, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Ε’, ὅ.π., σσ. 223-224..
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀνέβηκε «σὲ ὄρη αἰώνια» καὶ ἔγινε «ἐπόπτης ὑπερκοσμίων πραγμάτων», ἀρχίζει νὰ μυεῖται στὸ μυστήριο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἴτε «ἐντὸς τοῦ σώματος εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος», ἔχει μόνον ἕνα ἔργο· ὡς Ἄγγελος Θεοῦ πάνω στὴ γῆ γίνεται «λειτουργικὸν πνεῦμα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενος διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν»29Βλ. Ἑβρ. 1,14.. Περιπτύσσεται στὴν προσευχή του κάθε κτίσμα καὶ τὸ προσάγει στὸν Θεὸ μὲ τὴ δέηση τῆς μεσιτείας του. Τότε δηλαδὴ ἀρχίζει νὰ γίνεται «βασίλειον ἱεράτευμα», ἀληθινὸς ἱερέας, μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ τῆς δημιουργίας, ἀληθινὴ εἰκόνα Θεοῦ.
Footnotes
- 1Βλ. Α’ Τιμ. 3,16.
- 2Ματθ. 26,41· βλ. ἐπίσης Ματθ. 24,42· Μάρκ 13,35 καὶ 37· Μάρκ 14,38· Λουκ. 12,37.
- 3Α’ Πέτρ. 1,13.
- 4Βλ. Λουκ. 22,28.
- 5Βλ. Γαλ. 6,17.
- 6Γέν. 4,26.
- 7Ψαλμ. 45,11.
- 8Βλ. Κανόνας Ἀναστάσεως.
- 9Βλ. Χερουβικὸς Ὕμνος Μεγάλου Σαββάτου.
- 10Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 333.
- 11Ὅ.π., σ. 197.
- 12Βλ. Λουκ. 15,17.
- 13Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 91.
- 14Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 1, 30, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Α’, ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 21988, σ. 491.
- 15Πρβλ. Γ’ Βασ., 19,11-12.
- 16Βλ. Α’ Θεσ. 5,23.
- 17Βλ. Α’ Τιμ. 4,5.
- 18Βλ. Ἰωάν. 16,23-24.
- 19Βλ. Ἀναβαθμοὶ πλ. Α’, Ἀντίφωνον Α’.
- 20Βλ. Β’ Κορ. 12,10.
- 21Βλ. Πέτρου Δαμασκηνοῦ, Λόγος 10, Περὶ ταπεινώσεως, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Τόμ. Γ’, «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1961, σ. 135.
- 22Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 519.
- 23Βλ. Ἐφ. 6,12.
- 24Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Ὕμνοι 25, 104-107, ἔκδ. Johannes Koder, “Sources Chrétiennes”, τόμ. 174, Paris 1971, σ. 262.
- 25Βλ. Α’ Ἰωάν. 3,2.
- 26Α’ Ἰωάν. 1,5.
- 27Α’ Ἰωάν. 3,3.
- 28Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρὸς Ξένην μοναχὴν 59, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Ε’, ὅ.π., σσ. 223-224.
- 29Βλ. Ἑβρ. 1,14.