Εἰσαγωγή
Ἡ θεία ἀποκάλυψη μᾶς φανερώνει τὸν Θεὸ ὡς Δημιουργό, ποὺ μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ λόγου Του «εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν» τὰ σύμπαντα. Ὁ ἴδιος Θεὸς ἔπλασε μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα τὸν ἄνθρωπο, τὸν στεφάνωσε μὲ δόξα καὶ τιμή, ἔκτισε «κατὰ μόνας» τὴν καρδιά του καὶ τὸν κατέστησε ἱκανὸ νὰ προσλάβει μέσα του τὸ Θεῖο Εἶναι.
Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει συνεργὸς Θεοῦ στὴν ἀνάδειξη τῆς θείας εἰκόνας στὴν καρδιά του ἀλλὰ καὶ στὶς καρδιὲς τῶν ἀδελφῶν του. Ἡ κατεξοχὴν πράξη μὲ τὴν ὁποία ἀναφαίνεται ἡ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας του εἶναι ἡ προσευχή.
Ὁ Κύριος στὸ αἰώνιο Εὐαγγέλιό Του μαρτυρεῖ ὅτι δὲν ἦλθε στὴ γῆ γιὰ νὰ γίνει διάκονος τῆς ἀπατηλῆς εἰρήνης αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ γιὰ νὰ βάλει «μάχαιραν καὶ διαμερισμόν». Ἡ προσευχὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς μορφὲς ἐκείνης τῆς «διαιρέσεως» ποὺ ἔφερε ὁ Κύριος στὸν κόσμο, ἀφοῦ ἀνυψώνει τὸν ἐραστή της ἀπὸ τὸ ταραγμένο πλῆθος, ὅπως ἡ μητέρα τὸ παιδί της· τὸν ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ στὸν καθημερινὸ σάλο καὶ τὴν ἀκηδία τοῦ κόσμου ποὺ ψύγει τὴν ἀγάπη.
Στὴν πράξη τῆς προσευχῆς πασχίζουμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ ἐκεῖνο ποὺ ὑπερβαίνει τὴν κτιστή μας φύση. Συνεπῶς, γιὰ τὸν κόσμο μας, ἡ προσευχὴ εἶναι «ὑπερφυσικὴ» πράξη, γι᾽αὐτὸ καὶ ὅλα ὅσα εἶναι φυσικὰ ἀποδεικνύονται ἐμπόδια στὸ ἔργο αὐτό. Κάποτε ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀποβαίνει ξηρή, ὁἀγώνας τῆς εὐκτικῆς στροφῆς πρὸς τὸν Θεὸ γίνεται κοπιώδης καὶ τὸ φθαρτὸ σῶμα, ποὺ εἶναι ἀνίκανο γιὰ τὴν ἀνάβαση στὴ σφαίρα τοῦ Πνεύματος, ἀντιστέκεται σὲ αὐτὴν ἢ ἀποκάμνει. Ἐντούτοις, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ὁσίου Σωφρονίου τοῦ Ἀθωνίτου, ὀφείλουμε πάντοτε νὰ μεριμνοῦμε ὥστε «κάθε μείωση τῆς εὐχητικῆς δυνάμεως νὰ εἶναι ὅσο τὸ δυνατὸν σύντομη».
Ἡσυχαστικὴ Προσευχή
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του κατήρτησε πάνω στὴ γῆ τὸ ἅγιο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ μέσα στοὺς κόλπους της ἔπηξε τὸν μοναχισμὸ ὡς ρίζα ἁγία, ποὺ ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ ὣς τὶς ἡμέρες μας ἀποδίδει καρποὺς εὐκλεεῖς, τοὺς ὁσίους καὶ θεοφόρους Πατέρες μας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ μᾶς κληροδοτήθηκε ἡ ἁγία ὁδὸς τοῦ Ἡσυχασμοῦ.
Ὁ ὅρος Ἡσυχία ἀναφέρεται στὴν κατάσταση τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, κατὰ τὴν ὁποία ὁ προσευχόμενος παρίσταται στὴν Παρουσία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν νοῦ στὴν καρδιά του. Τότε εἶναι ποὺ ὁ ἄνθρωπος οἰκοδομεῖται σὲ ἀχειροποίητο ναὸ τῆς Θεότητας, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τὸν ἀληθινὸ προορισμό του. Μὲ τὴν ἕνωση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς ὁ κάθε πιστὸς βρίσκει πραγματικὰ τὸν ἑαυτό του στὸ πιὸ ἐνδόμυχο βάθος του καὶ ὡς νοῦς «θεοείκελος», ὡς ἀθάνατη ὑπόσταση, βλέπει ἀοράτως τὸν Θεό. Ἡ θεωρία αὐτὴ πλαταίνει τὴν καρδιὰ καὶ τὴν καθιστᾶ ἱκανὴ νὰ ἀγκαλιάσει γῆ καὶ οὐρανό, καὶ τότε ὁ «ὄντως ἄνθρωπος» ἐξέρχεται στὴν «ὄντως ἐργασίαν αὐτοῦ», ποὺ εἶναι ἡ ὑποστατικὴ προσευχὴ καὶ μεσιτεία γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Μιὰ τέτοια προσευχὴ ἀποτελεῖ σημεῖο ὅτι ἀποκαθίσταται μέσα μας ἐκείνη ἡ «εἰκών», ἡ ὁποία δόθηκε ἐξαρχῆς στὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴ δημιουργία του.
Ἡ ἡσυχαστικὴ προσευχὴ συνιστᾶ τὴν καρδιὰ τῆς Ὀρθοδόξου ἀσκητικῆς παραδόσεως. Ὁ Ἡσυχασμὸς εἶναι τὸ «ἐνδότατον σῶμα» τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τὸ «ἅλας τῆς γῆς» καὶ ἡ «κατέχουσα δύναμις» ποὺ διαφυλάττει τὸν κόσμο.
Ἑρμηνεύοντας τὶς Γραφὲς τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος κάνει λόγο γιὰ δύο τρόπους γνώσεως1Βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 129.. Σύμφωνα μὲ τὸν πρῶτο τρόπο, τὸ κύριο μέσο γνώσεως εἶναι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. Στὴ συνηθισμένη πορεία τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς διανοήσεως, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου στρέφεται πρὸς τὰ ἔξω μὲ σκοπὸ νὰ αὐξήσει τὶς γνώσεις του. Ἔτσι ἔρχεται ἀναπόφευκτα ἀντιμέτωπος μὲ ἀναρίθμητη πολυμορφία φαινομένων καὶ πληροφοριῶν. Στὴν προσπάθειά του νὰ δημιουργήσει κάποια, ἔστω καὶ τεχνητή, ἑνότητα ὅλων τῶν πληροφοριῶν, ὁ νοῦς καταφεύγει σὲ μία σύνθεση ποὺ τελικὰ δὲν ἀνταποκρίνεται πλήρως στὴν ἀντικειμενικὴ καὶ ὀντολογικὴ πραγματικότητα.
Ὁ δεύτερος τρόπος γνώσεως εἶναι ὁ πνευματικός. Αὐτὸς διαφέρει οὐσιωδῶς ἀπὸ τὸν διανοητικὸ τρόπο, γιατὶ κατανοεῖ τὴν γνώση ὡς ὑπαρξιακὴ κοινωνία, ὡς ἕνωση «ἐν αὐτῷ τῷ εἶναι»2Ὀψόμεθα τὸ Θεόν καθώς ἐστι, σ. 312.. Γιὰ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ βιώνεται ὡς «κοινωνία ἐν τῇ ὑπάρξει»3Βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σσ. 141, 220· Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 312· Ἄσκησις καὶ θεωρία, σ. 15.. Αὐτὸς ποὺ γνωρίζει εἰσέρχεται σὲ ὑπαρκτικὴ κοινωνία μὲ Αὐτὸν ποὺ γνωρίζεται. Στὴν πράξη αὐτή, ὁ ἄνθρωπος μετέχει μὲ ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς φύσεώς του καὶ ὄχι μόνο μὲ τὴ διάνοια, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀποκαθίσταται ἡ ἀκεραιότητα του4Βλ. Τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, σ. 18.. Μὲ ἄλλα λόγια, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ θεογνωσία διαφέρει ποιοτικὰ ἀπὸ τὴ γνώση ποὺ ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ φιλοσοφικὴ διανόηση, γιατὶ μαζὶ μὲ τὴν πνευματικὴ γνώση μεταδίδεται σὲ αὐτὸν μιὰ ἄλλη μορφὴ ζωῆς5Βλ. Περὶ Προσευχῆς, σ. 52..
Μὲ τὸν νοῦ του ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ἴσως νὰ κατανοήσει κάποια ἀπὸ τὰ φαινόμενα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἡ πρόσληψη ὅμως τῆς Θείας ἀποκάλυψης εἶναι δυνατὴ μόνο «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ»6Βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 373.. Ἀφετηρία αὐτῆς τῆς ἀναζήτησης ἀποτελεῖ ἡ ἀποδοχὴ μὲ πίστη τῆς μαρτυρίας καὶ ὅλης τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Πατέρων, ποὺ ἔγιναν δέκτες τῆς Θείας ἀποκάλυψης. Προηγεῖται ἡ πίστη, ποὺ εἶναι ἀσύγκριτα λεπτότερη, τελειότερη καὶ πιὸ ἀπέραντη ἀπὸ τὸν νοῦ7Βλ. Ἀγώνας Θεογνωσίας, σ. 109.. Ὁ Κύριος μαρτυρεῖ ὅτι, ἐὰν δὲν πιστέψουμε στὴ Θεότητά Του καὶ τὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια τῶν λόγων Του, θὰ πεθάνουμε «ἐν ἁμαρτίαις». Μὲ τὴν πίστη στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ εἰσάγεται ὁ νοῦς στὴν καρδιά, ποὺ φλέγεται ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν μεγάλο Εὐεργέτη, καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ μεγάλη τόλμη. Ἐκεῖνο ποὺ φαίνεται στὸν «νοῦν τῆς σαρκός»8Κολ. 2,18. ὡς τέλεια μωρία, αὐτὸ γιὰ τὸν πιστὸ εἶναι σοφία καὶ δύναμη, ζωὴ καὶ φῶς9Βλ. Περὶ Προσευχῆς, σ. 49. Ἐπίσης πρβλ. Α΄ Κορ. 1,18-30..
Στὴν κατάσταση αὐτὴ ἡ γνώση ὑψώνεται ἀπὸ τὰ γήινα καὶ ἀκολουθεῖ τὴν πίστη τῆς θεωρίας. Τότε «αὕτη ἡ πίστις καταπίνει τὴν αὐτὴν γνῶσιν, καὶ στρέφεται καὶ τίκτει αὐτὴν ἐξ ἀρχῆς, ὡς γενέσθαι αὐτὴν ὅλην ἐξ ὅλου πνεῦμα»10Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, Λόγος ΜΒ´, ἐκδ. Σπετσιέρη, σ. 611.. Αὐτὸς ὁ τύπος θεογνωσίας, ποὺ κατανοεῖται ὡς «κοινωνία ἐν τῇ ὑπάρξει», εἶναι ὁ κατ᾽ἐξοχὴν στόχος τῶν ἡσυχαστῶν.
Ἡ οὐσία τῆς νοερᾶς ἡσυχίας ἔγκειται στὴ φυλακὴ τῆς καρδιᾶς ἀπὸ κάθε ἀλλότρια ἐπίδραση μέσῳ τῆς ἐσωτερικῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὥστε νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ παρασταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ «διὰ ἀνειδέου εὐχῆς»11Βλ. , Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης σσ. 177 καὶ 200.. Ὁ ἡσυχαστὴς ἔχει «νοῦν ἐν εὐκτικῇ προσοχῇ ἱστάμενον ἐν τῇ καρδίᾳ»12Ὅπ. π., σ. 172.. Στὸν δύσκολο καὶ ὀδυνηρὸ αὐτὸν ἀγώνα ὁ Κύριος σπλαγχνίζεται τὸν ἄνθρωπο καὶ «δράμει» νὰ γίνει ἐγγύς, ἐκπλήττοντας τὴν ψυχὴ μὲ τὴν ἀπρόσμενη καὶ φωσφόρο ἀνατολὴ τῆς χάριτός Του μέσα στὸν μέχρι τότε «αὐχμηρό» τόπο τῆς καρδιᾶς.
Ὁ Χριστιανὸς ἀθλητὴς στὴν ἡσυχαστικὴ ἄσκηση δὲν εἶναι παραδομένος στὴν ἀπραγία, ἀλλὰ ἐν σιγῇ βιώνει τὴν πιὸ ἐνεργῆ κατάσταση ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντέξει τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ἐνισχυμένο βεβαίως ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀγωνίζεται νὰ κρατᾶ συνεχῶς τὸν νοῦ στὴν καρδιά, ὥστε νὰ προσφέρει στὸν Θεὸ καθαρὰ προσευχή, κατὰ τὴν ὁποία, χωρὶς νὰ γνωρίζει ἐὰν βρίσκεται «ἐν σώματι ἢ ἐκτὸς σώματος», ἀποκολλᾶται ἀπὸ τὸν κτιστὸ κόσμο. Προσκολλᾶται μόνο στὸν Κύριο καὶ γίνεται «ἓν πνεῦμα» μαζί Του13Βλ. Α’ Κορ. 6,17..
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐνστερνίζεται τὸ ἁγιότατο θεῖο Ὄνομα, τὸ ἀγαπᾶ καὶ τὸ ἐπικαλεῖται «ἐκ καθαρᾶς καρδίας»14Βλ. Β’ Τιμ. 2,22., ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔρχεται νὰ κατοικήσει στὴν καρδιά του «διὰ τῆς πίστεως»15Βλ. Ἐφ. 3,17.. Τότε, ὁ ἄνθρωπος γίνεται διπλός. Ὁ Θεὸς παύει νὰ εἶναι γι’ αὐτὸν μιὰ ἀφηρημένη θεωρία. Γίνεται γνωστὸς καὶ ἠγαπημένος. Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, σὲ κάποιους δίδεται ἡ χάρη νὰ αἰσθάνονται τὸν Θεὸ «νὰ τοὺς περιβάλλει στενότερα ἀπὸ τὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέουν»16Βλ. Περὶ Προσευχῆς, σ. 119..
Ἡ Θεία Λειτουργία
«Ἡ Λειτουργία εἶναι ἀνεκτίμητο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα»17Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 359.. Συνιστᾶ μεγαλειώδη δημιουργία. Πρόκειται γιὰ συνέργεια Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Εἶναι πράξη ἀσύλληπτη, ποὺ περιπτύσσεται προσευχητικὰ τὰ πέρατα τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου. Προσφέρθηκε ἅπαξ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο πρὶν τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἐνεργεῖ «εἰς τὸ διηνεκὲς» καὶ γίνεται αἰτία «σωτηρίας αἰωνίου»18Ἑβρ. 5,9.. Σφραγίσθηκε μὲ τὸ Αἷμα τῆς θυσίας Του καὶ ἀποτελεῖ τὴν ἔκφραση τῆς «μείζονος ἀγάπης» Του19Ἰωάν. 15,13. γιὰ τὸν κόσμο.
Ἡ Λειτουργία εἶναι ἐργαστήριο ἀγάπης, καρδιὰ ἑνότητος τοῦ σύμπαντος κόσμου, κοινωνία μὲ τὸν Θεό, μὲ τοὺς χριστούς Του ζῶντας καὶ κεκοιμημένους καὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους.
Ὁ Χριστὸς πρὶν τὴν Ἀνάληψή Του ἔδωσε ὡς «ἄγκυρα ἀσφαλῆ»20Ἑβρ. 6, 19. τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ εἶναι «μεθ’ ἡμῶν πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»21Ματθ. 28, 20.. Τὴν ὑπόσχεση αὐτὴν τὴν ἐκπληρώνει προπαντὸς στὴ Λειτουργία, ποὺ εἶναι εἰκόνα τῆς εὐλογημένης Βασιλείας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Προσερχόμαστε στὸ μεγάλο αὐτὸ Μυστήριο μὲ μεγάλη προσδοκία νὰ ἀνταλλάξουμε τὴ φθαρτὴ καὶ πρόσκαιρη ζωή μας μὲ Ζωὴ ἀμάραντη καὶ αἰώνια. Ὅπως λέει ὁ Γέροντας, τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπαιτεῖ αἰωνιότητα, διότι ἀκόμα καὶ αἰῶνες εὐδαίμονος ζωῆς ἀφήνουν ἄσβεστη τὴ δίψα του22Βλ. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σελ. 25.. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἔδωσε τὸν ὁρισμὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς στοὺς λόγους τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς Του, «αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε, τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν»23Ἰωάν. 17, 3.. Σκοπὸς τῆς Λειτουργίας εἶναι νὰ μᾶς μεταδώσει αἰωνιότητα, δηλαδὴ τὸν Χριστό, νὰ μᾶς Τὸν γνωρίσει καὶ νὰ μᾶς ἑνώσει ἄρρηκτα μαζί Του, μυσταγωγώντας μας στὴ ζωή Του ποὺ εἶναι ἄναρχη καὶ ἀτελεύτητη.
Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ἡ Λειτουργία εἶναι τρόπος ζωῆς. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν γνωρίζουμε τὸν Θεό, ἢ μᾶλλον ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται σ’ ἐμᾶς. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Λέοντα, Πάπα Ρώμης, τὸ ὁρατὸν τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, δοξασμένη μετὰ τὴν Ἀνάσταση, πέρασε στὰ μυστήρια. Ὁ Κύριος ὅταν παρέδιδε τὴν Λειτουργία στοὺς Μαθητές Του, ὅπως περιγράφεται στὰ κεφάλαια δεκατρία μὲ δεκαεπτὰ τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, εἶπε γιὰ ὅσους ἀρνήθηκαν νὰ πιστέψουν στὸ Πρόσωπό Του, «εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δὲ ἑωράκασι καὶ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν»24Πρβλ. Ἰωάν. 15, 22-24.. Ὁ Χριστὸς ἦλθε· οἱ μαθητές Του Τὸν ἄκουσαν, Τὸν εἶδαν, Τὸν ψηλάφησαν25Βλ. Α’ Ἰωάν. 1, 1.. Ὅταν μετέχουμε στὴν Λειτουργία ἐμεῖς ἐπίσης Τὸν ἀκοῦμε, στὰ λόγια τῶν Ἀποστόλων καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, Τὸν βλέπουμε ὡς τὸν Ἀμνὸν τὸν «ἐσφαγμένον ἀπὸ καταβολῆς κόσμου»26Ἀποκ. 13, 8.. Τὸν ψηλαφίζουμε καθὼς τρεφόμαστε μὲ «τροφὴν Χριστὸν τὸν ἀθάνατον, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν»27Ἁγ. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Κατηχήσεις Α’, παρ. 4, σελ. 306.. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, «εἰ εἰς κρίσιν ἔλθει μετὰ τῶν δούλων Αὐτοῦ, πᾶν στόμα φραγήσεται, μὴ ἔχον τί ἀπολογήσασθαι»28Βλ. Εὐχὴ Ἁγίου Εὐχελαίου μετὰ τὸ ε’ Εὐαγγέλιο..
Στὴ διάρκεια τοῦ Μυστηρίου, ἡ μορφὴ ποὺ ζωγραφίζεται πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μας δὲν εἶναι τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐπιτελεῖ θαύματα καὶ ἐπευφημεῖται ἀπὸ τὰ πλήθη, ποὺ τρέφει τοὺς πεντακισχιλίους καὶ ἀνασταίνει νεκρούς, ἀλλὰ τοῦ Χριστοῦ ποὺ «ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀμνὸς ἄμωμος, ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ»29Ἡσ. 53, 7.. Στὴν Λειτουργία δεσπόζει ἡ πληγὴ τοῦ Κυρίου ἐκ τῆς ὁποίας ρέει τὸ ἀεὶ ζῶν Αἷμα Του, ποὺ λυτρώνει ἀπὸ ἁμαρτίες, καθαίρει τὰ παραπτώματα καὶ ἀφθαρτοποιεῖ.
Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἐργαστήριο ἀγάπης καί, ὅπως τὸ ἐκφράζει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, «ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς πηγὴ ἀμώμου τρυφῆς»30Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 359.. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ τόπος ὅπου ὁ θνητὸς ἄνθρωπος τρέφεται μὲ «ἄρτον οὐράνιον καὶ ποτήριον ζωῆς»· ὁ τόπος ὅπου νικᾶται ὁ θάνατος.
Κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο, συντελεῖται τὸ θαῦμα τῆς ἄνισης ἀλλὰ φιλάγαθης ἀνταλλαγῆς τῆς μικρῆς ζωῆς μας μὲ τὴν ἄπειρη Ζωὴ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Λυτρωτή. Τελικά, καὶ ἐμεῖς, ὁ Νέος Ἰσραήλ, μποροῦμε νὰ ψάλλουμε τὴν ἐπινίκια ὠδή: «Εἴδομεν τὸ Φῶς τὸ Ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες· Αὕτη γὰρ ἡμᾶς ἔσωσε». Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν ἀναμένουμε παθητικὰ τὸν Ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἀλλὰ μὲ τρόπο προφητικό, ὅπως βεβαιώνει ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος Πέτρος, τρέχουμε πρὸςτὴν ἔνδοξη συνάντηση καὶ σπεύδουμε πρὸς «τὴν Παρουσίαν τῆς τοῦ Θεοῦ ἡμέρας» (Β’ Πέτρ. 3,12).
Ποιὰ εἶναι ὅμως ἡ σχέση μεταξὺ Ἡσυχασμοῦ καὶ Θείας Λειτουργίας;
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, σὲ μιὰ ὁμιλία του στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ, σχολιάζει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος «τελεῖ ἐν σιωπῇ» τὴν πορεία του ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Καισαρείας τῆς Φιλίππου ὣς καὶ τὸ Ἱερὸ Θαβώρ31Βλ. Ἄσκησις καὶ Θεωρία, σ. 180. Στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς πορείας δὲν ἀναφέρεται οὔτε ἕνα θαῦμα, οὔτε μιὰ ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ μιὰ ἑβδομάδα σχεδόν, ὁ Κύριος «σίγησε» μὲ τοὺς Ἀποστόλους, προκειμένου νὰ τοὺς προετοιμάσει γιὰ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως. Μὲ μιὰ προσεκτικὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς γίνεται φανερὸ ὅτι αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς προσευχητικῆς σιγῆς προηγεῖται σὲ ὅλα τὰ μεγάλα καὶ ἀποκαλυπτικὰ γεγονότα32Γιὰ τὸ θέμα τῆς προσευχητικῆς σιγῆς στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη ἐπίσης βλ. Ἀρχιμ. Ζαχαρία, Τὸ χάραγμα τοῦ Χριστοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, εἰδικότερα τὸ κεφάλαιο: Τὸ μυστήριο τῆς ἡσυχίας, σσ. 314-330.. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας, βλέπουμε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπιφέρεται πάνω ἀπὸ τὰ ὕδατα καὶ «ἐν ἡσυχίᾳ» νὰ ἐπωάζει τὴ σκοτεινὴ ἄβυσσο33Βλ. Γέν. 1,2.. Ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ πάλεψε μέσα στὴ σιγὴ τῆς νύχτας καὶ τελικὰ ἀπέσπασε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοῦ δόθηκε μὲ τοὺς λόγους «ὅτι ἐνίσχυσας μετὰ Θεοῦ καὶ μετὰ ἀνθρώπων δυνατὸς ἔσῃ»34Γέν. 32,28.. Ὁ Μωυσῆς ἡσύχασε γιὰ σαράντα ἡμέρες μὲ τοὺς Ἰσραηλίτες καὶ ὕστερα εἰσῆλθε στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὸ Σινά35Βλ. Ἔξοδ. 19,1 κ.ἑ.. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ τήρησε σιγὴ μαζὶ μὲ τὸν λαὸ ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες, ζώντας μόνο μὲ τὴ σκέψη τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε ἤχησαν οἱ σάλπιγγες καὶ ἔπεσαν τὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς36Βλ. Ἰησ. 6,1 κ. ἑ.. Ὁ Ἰὼβ ἐπίσης κράτησε σιωπὴ γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες καὶ ἔπειτα ὁ λόγος του ἦταν σὰν βροντή37Βλ. Ἰὼβ 2,13 κ.ἑ.. Ὁ Προφήτης Ἠλίας γιὰ σαράντα ἡμέρες βάδιζε προσευχόμενος ἀπὸ τὴ Γαλιλαία πρὸς τὸ Χωρήβ καὶ κατόπιν ἀναγνώρισε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στὴ φωνὴ τῆς «λεπτῆς αὔρας»38Βασ. Γ΄ 19,1-12..
Ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη βλέπουμε ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος δέχτηκε τὸν Εὐαγγελισμὸ ὅταν ἡσύχαζε «ὑπερφυῶς» μέσα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, «ποθοῦσα τὴν ὑπερκόσμιον πρὸς τὸν Θεὸν ἕνωσιν»39Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία εἰς τὰ Εἰσόδια, 53 (ΝΓ΄), 58, Συγγράμματα, τόμ. 6, σ. 581 καὶ ΕΠΕ 11, 334 κ.ἑ.. Ὁ Χριστὸς ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο ὡς: «ὁ Λόγος, ὁ ἀπὸ σιγῆς προελθών»40Βλ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρὸς Μαγνησιεῖς 8, 2, στό: Οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες, Βασ. Μουστάκη, ἐκδ. «Ἀστήρ»- Ἀλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1953, σ. 180.. Ὁ ἴδιος Ἅγιος περιγράφει τὴν παρθενία τῆς Θεοτόκου, τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ τὸν θάνατό Του ὡς «τρία μυστήρια κραυγῆς, ἅτινα ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη»41Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρὸς Ἐφεσίους 19, ὅ.π., σ. 172 καὶ PG 5, 660B.. Ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔλαβε μορφὴ δούλου καὶ γεννήθηκε μὲ ἄκρα ταπείνωση, «τῆς νυκτὸς μεσαζούσης καὶ ἡσύχου σιγῆς τὰ πάντα περιεχούσης»42Πρβλ. Σοφ. Σολ. 18,14.. Κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή Του, συχνὰ ἀποσυρόταν στὶς ἐρήμους γιὰ προσευχή, δίνοντας ἔτσι ὑπόδειγμα στοὺς μαθητές. Πρὶν ἀπὸ τὴν κοσμοσωτήρια ἀνάβασή Του στὸν Γολγοθά, προσευχήθηκε μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, ὥστε ἡ θυσία Του νὰ φέρει καὶ τὴ σφραγίδα τῆς Πατρικῆς εὐλογίας. Τέλος, ἡ ἀνάστασή Του ἔλαβε χώρα, ἀφοῦ ὁ Κύριος «κατέπαυσε» γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι ἡ προσευχητικὴ νοερὰ ἡσυχία καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο στόχο τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ Κυρίου καὶ τὸν «ἐνδύει» μὲ τὴν εὐπρέπεια «τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ δόξης»43Βλ. Βαροὺχ 5,1.. Στὴ σχέση μεταξὺ ἡσυχίας καὶ ἀποκάλυψης Θεοῦ πολὺ συχνὰ ἀναφέρεται καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ τέλεια σιγὴ τῆς καθαρᾶς προσευχῆς «κραυγάζει» τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ: «…ὅνπερ (Θεόν) ἡ τελεία μόνη κέκραγε σιγή, καὶ ἡ παντελὴς καθ᾽ ὑπεροχὴν ἀγνωσία παρίστησι»44Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικὰ καὶ οἰκονομικά, 5, κεφ. 43, PG 90, 1365CD.. Αὐτὴ ἡ ἰδέα ἄλλωστε ἐκφράζεται καὶ μὲ τοὺς λόγους τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Σχολάσατε καὶ γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός»45Ψαλμ. 45,11..
Στὸν Ἡσυχασμὸ συνεχῶς ἀπαλείφουμε τὴ σκουριὰ τῆς φθορᾶς ποὺ μαζεύουμε μέσα σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἐνδυθοῦμε τὸ ἔνδυμα τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ νὰ παρασταθοῦμε στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ Ἁγία Λειτουργία.
Ἡ παράδοση τῆς ἡσυχαστικῆς ἀσκήσεως εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπαραίτητη γιὰ νὰ μποῦμε βαθιὰ στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ νὰ γίνει ἡ Θεία Εὐχαριστία ἕνας χῶρος, μέσα στὸν ὁποῖο νὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε τὴν ἀνταλλαγὴ τῆς μικρῆς καὶ φθαρτῆς ζωῆς μας μὲ τὴν ἀτελεύτητη καὶ ἄφθαρτη ζωὴ τοῦ Θεοῦ.
Κατ’ οὐσίαν, ὁ Ἡσυχασμὸς καὶ ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μυστήρια ἀλληλένδετα, ποὺ τὸ ἕνα τελειοποιεῖ τὸ ἄλλο. Συνυφαίνονται σὲ μιὰ ζωὴ καὶ ἐνεργοῦν τὸ «μεγαλειωδέστερο ὅλων τῶν γεγονότων στὴν ἱστορία τοῦ πεπτωκότος κόσμου, τὴν ἕνωση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ σὲ ἕνα»46Βλ. Περὶ Προσευχῆς, σ. 231..
Περὶ προσευχῆς
Ἡ ἡσυχαστικὴ προσευχὴ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο στόχο τῆς θείας ἐπισκοπῆς. Ἀπαλείφει βαθμηδὸν τὴ σκουριὰ ποὺ ἔχει ἐπικαθίσει στὴν καρδιὰ «ἐκ τῆς κάτω περιπλανήσεως» στὸν κόσμο τῶν παθῶν. Ἀποπλύνει «τὸ εἰδεχθὲς προσωπεῖον»47Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρὸς Ξένην μοναχὴν 54, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Ε’, σσ. 221-222. τῆς φθορᾶς καὶ τῆς πτώσεως. Παράλληλα, ὅμως, ἑλκύει τὴ χάρη ποὺ ἀνακαινίζει τὴν καρδιὰ καὶ ὑφαίνει τὸν χιτώνα τῆς ἁγιωσύνης καὶ τῆς ἑτερότητας τοῦ Χριστοῦ. Ἐνδύει τὸν ἀσκητὴ μὲ ἱμάτιο εὐπρέπειας, γιὰ νὰ παρασταθεῖ ἀνενόχως καὶ ἀκατακρίτως ἐνώπιον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ· γιὰ νὰ μὴν ἐκβληθεῖ ἀπὸ τὸ Μέγα Δεῖπνο48Βλ. Ματθ. 22,2-14.· γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ συνδιαμείνει μαζί Του στὴν αἰωνιότητα. Θὰ μπορούσαμε, ἑπομένως, νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἡσυχαστικὴ προσευχὴ συνιστᾶ προϋπόθεση καὶ προετοιμασία γιὰ τὴ θεοπρεπῆ μετοχὴ στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἡ ἐπίκληση τοῦ Σωτῆρος Θεοῦ προευπρεπίζει τὴν καρδιὰ γιὰ τὴν ἀνταλλαγὴ ζωῆς, ποὺ λαμβάνει χώρα στὴ Θεία Λειτουργία. Τὸ θεῖο Ὄνομα μεταδίδει τὴν ἐνέργεια τοῦ Προσώπου ποὺ ὁ ἡσυχαστὴς ἐπικαλεῖται. Γίνεται ἀγωγὸς θεραπείας, παρακλήσεως καὶ ζωῆς ἀκαταλύτου. Ἐνεργεῖ τὶς ἀλλοιώσεις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου49Βλ. Ψαλμ. 76,11. στὴν καρδιά. Ἡ γλυκύτητα τοῦ Ὀνόματος παρέχει τὸ σθένος καὶ τὴν καρτερία ποὺ ἀπαιτοῦνται στὸν πνευματικὸ ἀγώνα. Γεννᾶ τὸν πόθο «ἐκτυπώτερον μετασχεῖν Αὐτοῦ». Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἡσυχαστὲς εἶναι λειτουργιομανεῖς. Συχνὰ ἡσυχάζουν ὅλη τὴν ἑβδομάδα ὡς προετοιμασία γιὰ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Θείας Λειτουργίας, ἐνῶ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ προσέρχονται στὸν ναὸ γιὰ τὴν κοινὴ λατρεία μὲ τοὺς ἀδελφούς· γιὰ νὰ εὐφρανθοῦν στὴν τρυφὴ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Μυστηρίου.
Ὁ ἀσκητὴς τῆς εὐσεβείας στὴν ἡσυχαστική του παράσταση ὑφίσταται τὸν συσσεισμὸ τῆς μετανοίας· καταπονεῖται ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸ ἄνεμο τῶν πειρασμῶν τοῦ ἐχθροῦ, ἀπὸ τὴν καύση καὶ τὴν ξηρασία τῆς θεοεγκαταλείψεως· φλέγεται στὸ πῦρ τῆς αὐτομεμψίας. Ἐν ὀλίγοις, βαδίζει στὸ χεῖλος τῆς ἀπογνώσεως. Ὡστόσο, ὅταν προσέλθει στὴ Θεία Λειτουργία ἔχοντας «ἑτοίμη τὴν καρδίαν αὐτοῦ»50Βλ. Ψαλμ. 56,8· 107,2· 111,7., λαμβάνει χώρα ἡ «μεγάλη ἔκρηξη», κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς Πατέρας τὸν καλεῖ στὴν κοινωνία τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Του καὶ λαλεῖ στὴν καρδιά του: «Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε. Πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν»51Βλ. Ψαλμ.2,7· βλ. Λουκ. 15,31.. Ὁ ἄσκητὴς δέχεται τότε τὴν ἐπίσκεψη τῆς «λεπτῆς αὔρας» τῆς Παρουσίας τοῦ Κυρίου, τῆς παραμυθητικῆς δρόσου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ Θεία Λειτουργία κατακλύζει τὸν πιστὸ μὲ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν ἀνείκαστη καὶ παρ’ ἀξίαν δωρεὰ ποὺ λαμβάνει· γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ «ἀγαπᾶ τὸν ἁμαρτωλὸ στὴν πτώση του»52Βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 422. καὶ δὲν ἀφίσταται «πάντα ποιῶν» γιὰ νὰ τοῦ χαρίσει τὴ μέλλουσα Βασιλεία Του53Βλ. Ἀναφορὰ Θείας Λειτουργίας.. Ἡ Θεία Λειτουργία ποτίζει τὸν χοϊκὸ ἄνθρωπο μὲ νάματα θείας ζωῆς, πού, παραδόξως, ἀντί νὰ κορέσουν, ἐντείνουν τὴ δίψα του γιὰ βαθύτερη γνώση Ἐκείνου ποὺ τὸν εὐεργέτησε καὶ ἀκατάπαυστα τὸν εὐεργετεῖ φανερῶς καὶ ἀφανῶς· καθιστοῦν ὁρμητικὴ τὴν ἔφεση γιὰ οὐσιαστικότερη κοινωνία μαζί Του καὶ κραταιότερη ἀγάπηση πρὸς Αὐτόν. «Οἱ ἐσθίοντές με ἔτι πεινάσουσιν καὶ οἱ πίνοντές με ἔτι διψήσουσιν»54Σοφ. Σειρ. 24, 21.. Ἡ πληγὴ στὰ στήθη μας μαρτυρεῖ ὅτι εἴμαστε δικοί Του, εἶναι «τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ»55Γαλ. 6, 17. γιὰ τὰ ὁποῖα κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Καλούμαστε νὰ τὰ φέρουμε μὲ ἀνδρεῖο πνεῦμα, ἕως ὅτου εὐδοκήσει ὁ Κύριος νὰ «καταποθῇ τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς»56Β’ Κορ. 5, 4..
Ἡ κραυγὴ τῆς μετανοίας μεταβάλεται σὲ ὕμνο εὐγνωμοσύνης: «Νῦν τὴν ψυχήν μου κεκαρδίωκας, καὶ οὐ δύναμαι κατέχειν σου τὴν φλόγα, ὅθεν ὑμνήσας σε, πορεύσομαι»57Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος Λ´ Περὶ ἀγάπης, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, 202013, σ. 378.. «Πλήγωσες τὴν καρδιά μου Κύριε μὲ πληγὴ ζωηφόρο καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἀντέξω τὴ φλόγα Σου, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ψυχή μου ξεσπᾶ σὲ μιὰ ὡδὴ εὐχαριστίας: εὐλογημένον τὸ ὄνομά Σου εἰς τοὺς αίῶνας».
Ἐπίλογος
Στὴ χριστιανικὴ παράδοση ἡ ἡσυχία ἦταν ἀνέκαθεν συνδεδεμένη κατὰ κύριο λόγο μὲ τὴν ἐρημητικὴ ζωή. Ὁ μοναχὸς ποὺ δεχόταν θεία κλήση γιὰ ἡσυχαστικὴ βιοτή, ἀγωνιζόταν νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ στὴν καθαρὰ προσευχή. Ἐντούτοις, ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ παράσχει τὸ χάρισμα αὐτῆς τῆς προσευχῆς ἀκόμη καὶ σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ γίνουν ἐρημίτες.
Στὴν ἐποχή μας, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι πλέον ἔρημος δὲν ὑπάρχει, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι στὶς συνθῆκες τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ εἶναι δυσχερέστατο νὰ εὕρει κάποιος τόπο πρόσφορο γιὰ ἡσυχαστικὴ βιοτή. Ἐπιπλέον, παρατηροῦμε ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δὲν διαθέτει τὴ φυσικὴ καὶ τὴν ψυχικὴ ἀντοχὴ ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴ ζωὴ στὴν ἔρημο. Πλὴν ὅμως, θέτουμε τὴν πεποίθησή μας στὸν Θεό, τὸν «ἐγείροντα τοὺς νεκρούς»58Βλ. Β’ Κορ. 1,9., ὁ Ὁποῖος συνέχεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ εἰσέλθει σὲ κάθε ἀνθρώπινη καρδιὰ καὶ νὰ τὴν ἐμπλήσει μὲ τὴν ἁγία Παρουσία Του. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος λίγο ἀφότου ἔλαβε τὸ χάρισμα τῆς Πεντηκοστῆς ἀνήγγειλε: «Ὑμῖν γάρ ἐστιν ἡ ἐπαγγελία… καὶ πᾶσι τοῖς εἰς μακράν, ὅσους ἂν προσκαλέσηται Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν»59Πράξ. 2,39..
Σὲ μιὰ ἀφήγηση ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτη, καταδεικνύεται ὅτι ἡ ἡσυχία συνιστᾶ θεία δωρεά, ἡ ὁποία βιώνεται πρωτίστως στὴν καρδιὰ ὡς πνευματικὴ κατάσταση. Δὲν ἐξαρτᾶται τόσο ἀπὸ τὸν τόπο διαμονῆς, ὅσο ἀπὸ τὸν τρόπο βιοτῆς.
Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς μοναχικῆς του ζωῆς διέμενε στὴ Μονὴ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὴ Μονὴ ἐπισκεπτόταν συχνὰ ὁ Ἐπίσκοπος Νικόλαος Βελιμίροβιτς. Μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν δημιουργήθηκε θερμή, πνευματικὴ φιλία. Ὁ Ἐπίσκοπος Νικόλαος ἔτρεφε βαθειὰ εὐλάβεια πρὸς τὸν ἅγιο Σιλουανό. Ὁ Σιλουανὸς ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἦταν οἰκονόμος τῆς Μονῆς. Ὡς ἐκ τούτου ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ διάφορα ἔργα. Ἔπρεπε νὰ συντονίζει πλῆθος ἐργατῶν καὶ νὰ ἐπιβλέπει τὴν ἀποθήκευση τῶν ἀπαιτούμενων ὑλικῶν. Ὁ Ἐπίσκοπος Νικόλαος γνωρίζοντας ὅτι ὁ ἅγιος αὐτὸς ἀσκητὴς ἦταν ἄνθρωπος φλογερῆς προσευχῆς, μολονότι τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ τὸ κοπιῶδες διακόνημα τοῦ οἰκονόμου, σὲ κάποια συνάντησή τους τὸν ρώτησε:
«Πάτερ Σιλουανέ, γνωρίζω τὴν ἀγάπη σας γιὰ τὴν προσευχή. Πῶς δὲν ἐπιλέξατε νὰ φύγετε ἀπὸ τὴ Μονὴ καὶ νὰ ἀποσυρθεῖτε σὲ μιὰ σπηλιὰ ὡς ἐρημίτης, ὅπου θὰ εἴχατε τὴ δυνατότητα νὰ ἀφιερωθεῖτε πλήρως στὸ ἔργο τῆς προσευχῆς, ὅπως τόσοι ἄλλοι ἐρημίτες;».
Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ἀποκρίθηκε:
«Κάνω τὴν καρδιά μου σπηλιὰ καὶ διακονῶ τοὺς ἀδελφούς μου χωρὶς νὰ ἀπομακρύνομαι ἀπὸ τὸ σπήλαιό μου».
Θαυμάζοντας τὸ τέλειο ὑπόδειγμα τῶν ὁσίων Πατέρων μας, βαθειὰ εὐγνωμοσύνη τιτρώσκει τὴν καρδιά μας γιὰ τὴν ἀσφαλὴ καὶ πεπατημένη ὁδὸ ποὺ μᾶς παραδίδουν. Πράγματι, ὡραῖος εἶναι ὁ κόσμος, δημιούργημα τοῦ μεγάλου Θεοῦ· ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ θαυμάσιο ἀπὸ τὸν «κρυπτὸν τῆς καρδίας ἄνθρωπον», τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο, τὸν κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ.
Footnotes
- 1Βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 129.
- 2Ὀψόμεθα τὸ Θεόν καθώς ἐστι, σ. 312.
- 3Βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σσ. 141, 220· Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 312· Ἄσκησις καὶ θεωρία, σ. 15.
- 4Βλ. Τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, σ. 18.
- 5Βλ. Περὶ Προσευχῆς, σ. 52.
- 6Βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 373.
- 7Βλ. Ἀγώνας Θεογνωσίας, σ. 109.
- 8Κολ. 2,18.
- 9Βλ. Περὶ Προσευχῆς, σ. 49. Ἐπίσης πρβλ. Α΄ Κορ. 1,18-30.
- 10Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, Λόγος ΜΒ´, ἐκδ. Σπετσιέρη, σ. 611.
- 11Βλ. , Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης σσ. 177 καὶ 200.
- 12Ὅπ. π., σ. 172.
- 13Βλ. Α’ Κορ. 6,17.
- 14Βλ. Β’ Τιμ. 2,22.
- 15Βλ. Ἐφ. 3,17.
- 16Βλ. Περὶ Προσευχῆς, σ. 119.
- 17Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 359.
- 18Ἑβρ. 5,9.
- 19Ἰωάν. 15,13.
- 20Ἑβρ. 6, 19.
- 21Ματθ. 28, 20.
- 22Βλ. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σελ. 25.
- 23Ἰωάν. 17, 3.
- 24Πρβλ. Ἰωάν. 15, 22-24.
- 25Βλ. Α’ Ἰωάν. 1, 1.
- 26Ἀποκ. 13, 8.
- 27Ἁγ. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Κατηχήσεις Α’, παρ. 4, σελ. 306.
- 28Βλ. Εὐχὴ Ἁγίου Εὐχελαίου μετὰ τὸ ε’ Εὐαγγέλιο.
- 29Ἡσ. 53, 7.
- 30Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 359.
- 31Βλ. Ἄσκησις καὶ Θεωρία, σ. 180
- 32Γιὰ τὸ θέμα τῆς προσευχητικῆς σιγῆς στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη ἐπίσης βλ. Ἀρχιμ. Ζαχαρία, Τὸ χάραγμα τοῦ Χριστοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, εἰδικότερα τὸ κεφάλαιο: Τὸ μυστήριο τῆς ἡσυχίας, σσ. 314-330.
- 33Βλ. Γέν. 1,2.
- 34Γέν. 32,28.
- 35Βλ. Ἔξοδ. 19,1 κ.ἑ.
- 36Βλ. Ἰησ. 6,1 κ. ἑ.
- 37Βλ. Ἰὼβ 2,13 κ.ἑ.
- 38Βασ. Γ΄ 19,1-12.
- 39Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία εἰς τὰ Εἰσόδια, 53 (ΝΓ΄), 58, Συγγράμματα, τόμ. 6, σ. 581 καὶ ΕΠΕ 11, 334 κ.ἑ.
- 40Βλ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρὸς Μαγνησιεῖς 8, 2, στό: Οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες, Βασ. Μουστάκη, ἐκδ. «Ἀστήρ»- Ἀλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1953, σ. 180.
- 41Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρὸς Ἐφεσίους 19, ὅ.π., σ. 172 καὶ PG 5, 660B.
- 42Πρβλ. Σοφ. Σολ. 18,14.
- 43Βλ. Βαροὺχ 5,1.
- 44Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικὰ καὶ οἰκονομικά, 5, κεφ. 43, PG 90, 1365CD.
- 45Ψαλμ. 45,11.
- 46Βλ. Περὶ Προσευχῆς, σ. 231.
- 47Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρὸς Ξένην μοναχὴν 54, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Ε’, σσ. 221-222.
- 48Βλ. Ματθ. 22,2-14.
- 49Βλ. Ψαλμ. 76,11.
- 50Βλ. Ψαλμ. 56,8· 107,2· 111,7.
- 51Βλ. Ψαλμ.2,7· βλ. Λουκ. 15,31.
- 52Βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 422.
- 53Βλ. Ἀναφορὰ Θείας Λειτουργίας.
- 54Σοφ. Σειρ. 24, 21.
- 55Γαλ. 6, 17.
- 56Β’ Κορ. 5, 4.
- 57Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος Λ´ Περὶ ἀγάπης, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, 202013, σ. 378.
- 58Βλ. Β’ Κορ. 1,9.
- 59Πράξ. 2,39.