Ἡ χριστιανικὴ τελειότητα ὑπερβάλλει τὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Δὲν ἀποτελεῖ προσὸν τῆς κτιστῆς μας φύσεως, ἀλλὰ πρόκειται γιὰ θεία δωρεά, γιὰ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος1Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 72016, σ. 179.. Στὰ ὅρια τῆς ἐπίγειας ζωῆς παραμένει ἀνέφικτη. Ὡστόσο, ὁ Θεὸς ποθεῖ αὐτὴν τὴν τελειότητα γιὰ τὸ πλάσμα Του καὶ τὴν ἐντέλλεται: «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν»2Ματθ. 5,48. Επίσης βλ. Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Ἀναφορὰ στὴ θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2000, σ. 173..
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας καὶ διδάσκαλος τῶν μοναχῶν, μιλᾶ μὲ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸ περιεκτικὸ χάρισμα τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τὸ ὀνομάζει «τρίτην χάριν»3«Εἰ δέ τινι νοῦς πάρεστι, πάντως εὑρήσει, καὶ αὐτὸν τὸν θεῖον Διονύσιον, πῶς κατὰ τοὺς ἀγγελικοὺς διακόσμους, καὶ τοὺς ἱερατικοὺς βαθμούς, καὶ τοὺς ἔξω ἱερωσύνης, ἰσαρίθμους τρισι τάξεσιν ἀπένειμε· πρώτην καὶ εἰσαγωγικήν, τῶν ἔτι μαιευομένων, ἤτοι κατηχουμένων· δευτέραν τῶν πεφωτισμένων, καὶ τρίτην τῶν μοναχικῶς τελειουμένων». Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολὴ 165, Γρηγορίῳ τέκνῳ, PG 99,1524CD.. Πρώτη χάρη ὑπῆρξε ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως. Δεύτερη χάρη εἶναι «ἡ χάρις ἀντὶ χάριτος» ποὺ ὅλοι πήραμε ἀπὸ τὸ πλήρωμα τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου4Βλ. Ἰωάν. 1,16.. Τελικά, τρίτη χάρη εἶναι τὸ μοναχικὸ πρότυπο ζωῆς, ποὺ δόθηκε ἄνωθεν στὸν ἄνθρωπο καὶ βιώνεται ὡς οὐράνια πολιτεία πάνω στὴ γῆ, ὡς μίμηση τῆς ζωῆς τοῦ ἀγγελικοῦ κόσμου, ποὺ ὑπηρετεῖ τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἀπόκτηση τῆς χάριτος αὐτῆς πραγματοποιεῖται μέσα στὴν ἱστορία ἐκεῖνο ποὺ στὴν οὐσία του ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς γῆς. Βιώνεται δηλαδὴ ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἡ παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ «ἐληλυθυίας ἐν δυνάμει»5Βλ. Μάρκ. 9,1..
Στὴν ἀρχὴ τῆς τρίτης χιλιετίας τοῦ Χριστιανισμοῦ ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμὸς ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ ἀκραῖες προκλήσεις, ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὴν διάθεση τῆς πλήρους αὐτονομήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τῆς ἀντικαταστάσεως τοῦ ἁγιασμοῦ του μὲ τὴν κατασκευὴ τοῦ Ὑπερανθρώπου καὶ τοῦ Μετανθρώπου. Ὁ σύγχρονος κόσμος ἐπιδιώκει τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία μὲ τὴν κτιστὴ νοημοσύνη ποὺ εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων ἀσφυκτικὰ περιορισμένη ἀπὸ τὴν φθαρτότητα καὶ τὸν θάνατο. Σὲ μία ἄκρως ἀντίθετη προοπτικὴ ὁ μοναχισμὸς στοχεύει στὴν πνευματικὴ ἐλευθερία, ποὺ κερδίζεται μὲ τὸν ἐξαγνισμὸ τῆς καρδιᾶς καὶ καθιστᾶ τὸν μοναχὸ δεκτικὸ τῶν ἐπιλάμψεων τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε εἶναι ποὺ ἐλευθερώνεται πραγματικὰ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου καὶ καθίσταται μέτοχος τῆς ἄκτιστης σοφίας καὶ τῆς παντοδύναμης ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ.
Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο τολμοῦμε νὰ ποῦμε πὼς σήμερα, περισσότερο ἀπὸ ποτὲ ἄλλοτε, ὁ μοναχὸς μοιάζει ὄντως νὰ εἶναι σὰν μιὰ μικρὴ σταγόνα νεροῦ, ποὺ κινεῖται ἐνάντια στὴ ροὴ ἑνὸς ὁρμητικοῦ χειμάρρου. Ἀποκομμένος ἀπὸ ὅλους, ἀλλὰ ἐνισχυμένος μὲ τὴ θεία Παρουσία, ἐναντιώνεται στὸ ρεῦμα τῆς μαζικῆς ἀποστασίας καὶ τῆς λήθης τοῦ Θεοῦ.
Ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ παραλύει τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ παραδίδει τὸν ἄνθρωπο στὸν πειρασμὸ τῆς ἐκκοσμικεύσεως. Ἔτσι ἀπονευρώνεται ὁ μοναχὸς καὶ τότε ἀδυνατεῖ πλέον νὰ εἶναι μάρτυρας τῆς θείας ἑτερότητας στὸν κόσμο. Θυμούμαστε τὰ λόγια τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Περγάμου κυροῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος χαρακτηριστικὰ ἔλεγε: «Ἂν καὶ οἱ μοναχοὶ χάσουν τὸν τύπο τῆς ζωῆς ἔξω τῆς παρεμβολῆς τοῦ κόσμου, τότε πλέον πουθενὰ δὲν θὰ μποροῦμε νὰ βροῦμε αὐτὴ τὴ χαρισματικὴ μαρτυρία, ἐφόσον πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπὸ οἱ μοναχοὶ ἀποτελοῦν τὴ μόνη ἐλπίδα τῶν πιστῶν ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο».
Οἱ μοναχοὶ εἶναι καὶ αὐτοὶ φύλλα τοῦ δένδρου ποὺ λέγεται ἀνθρωπότητα καὶ ἡ πορεία τοῦ κόσμου ἕως ἕνα βαθμὸ ὁπωσδήποτε ἐπηρεάζει καὶ τὸν χαρακτήρα τῆς ζωῆς ὅλων τῶν Μοναστικῶν κέντρων. Ὡς ἐκ τούτου, ἀπαιτεῖται μεγάλη προσοχὴ καὶ διάκριση ἐκ μέρους τῶν μοναχῶν σὲ θέματα ὅπως αὐτὸ τῆς τεχνολογίας, ποὺ σήμερα ἀναπόφευκτα ἔχει εἰσπηδήσει μέσα σὲ ὅλες τὶς Μονές. Ἡ ἐφάμαρτη προσκόλληση στὴ χρήση τῆς τεχνολογίας μπορεῖ νὰ προκαλέσει τέλεια ἐρήμωση στὴ μοναχικὴ ζωή. Ἰδιαίτερα ὡς πρὸς τὴ χρήση τοῦ διαδικτύου ἐπιβάλλεται ἀκόμη μεγαλύτερη σύνεση καὶ φόβος Θεοῦ, ἐφόσον μέσα ἀπὸ ἕνα μόνο καλώδιο μπορεῖ πλέον ὅλος ὁ κόσμος νὰ παρεισφρήσει στὸ κελὶ τοῦ μοναχοῦ, αὐτὸν τὸν ἱερὸ τόπο ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀποκλειστικὰ ἀφιερωμένος στὴν κατὰ μόνας διαλογὴ μὲ τὸν Νυμφίο Χριστό.
Μία ἀκόμη πρόκληση τῆς ἐποχῆς εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι σήμερα γενικότερα ὁ ψυχισμὸς τῶν ἀνθρώπων ἔχει ἀδυνατίσει καὶ κάθε νεότερη γενεὰ μοναχῶν ἀποδεικνύεται καὶ ὀργανικὰ ἀλλὰ καὶ ψυχικὰ ἀσθενέστερη. Χρονικὰ ἡ γενεά μας εὑρίσκεται πλησιέστερα στὴ δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ κάθε προηγούμενη. Καὶ ὁ Χριστὸς μίλησε γιὰ τὰ δεινὰ τῆς ἀπιστίας τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς: «πλὴν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἄρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;»6Λουκ. 18,8.. Αὐτὸ ὑποδηλώνει ὅτι ἡ γενεά μας εὑρίσκεται σὲ μεγαλύτερα δεινὰ καὶ ἔχει ἀνάγκη λυτρώσεως περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη. Ποιά εἶναι ὅμως αὐτὰ τὰ δεινά, ποὺ ἐμφαντικὰ ἀποτελοῦν τὸ κοινὸ γνώρισμα τῆς γενεᾶς μας; Τὰ κυριότερα εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ σκότωση τοῦ νοῦ καὶ ἡ αἰχμαλωσία του ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἡ ἀπόγνωση καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀκουσίων θλίψεων ποὺ τὴ συνοδεύουν, καὶ τελικὰ ἡ πλήρης ἀκηδία καὶ πνευματικὴ παράλυση7Βλ. Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Ἀναφορὰ στὴ θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, σσ. 353-354..
Στὸν καταιγισμὸ ὅλων αὐτῶν τῶν σύγχρονων δεινῶν, ἡ πλέον «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία»8Βλ. Ἑβρ. 6,19.ἄγκυρα τῶν μοναχῶν εἶναι ἡ ἐνσωμάτωσή τους μέσα στὸ ρεῦμα τῆς Ἱερῆς Παραδόσεως καὶ ἡ ἀποφυγὴ τοῦ ὀλέθριου πειρασμοῦ τῆς αὐτονομήσεως καὶ τῆς πνευματοκτόνου ἰδιορρυθμίας. Ἡ ἐνσωμάτωση αὐτὴ ἐνεργεῖται στὸ μυστήριο τῆς ὑπακοῆς πρὸς τὸν Γέροντα, ἕνα μυστήριο τὸ ὁποῖο ὁ ὅσιος Σωφρόνιος ἀποκαλοῦσε «ἱερὸν ἀπόρρητον»9Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἄσκηση καὶ Θεωρία, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 32019, σ. 44.. Ἡ ὑπακοή, γιὰ ὅποιον τὴν ἀσπάζεται, εἶναι ὁ θεμέλιος λίθος τῆς μοναχικῆς βιοτῆς. Καθιστᾶ τὸν μοναχισμὸ ὄντως προφητικό, δίνοντας μαρτυρία τῆς ἀπερίγραπτης ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ10Βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 518..
Ἐὰν ἡ ἱερὴ σχέση μὲ τὸν Γέροντα εἶναι ἰσχυρή, σταθερὴ καὶ ὑγιής, ἡ ἔμπνευση ἀποβαίνει ἀστείρευτη, σὲ βαθμὸ ποὺ ὁ μοναχὸς σὲ ὑπακοὴ δὲν γνωρίζει ἀκηδία, καθὼς βρίσκεται ἀδιάστατα στὸ ρεῦμα τῆς θείας ζωῆς. Ὑφίσταται συνεχῶς ἀλλοιώσεις στὴν καρδιά, πλουτίζει ἀδιάκοπα μὲ νέες ἀναβάσεις στὴν ὁρμητικὴ ἔφεσή του πρὸς τὸν Θεό. Εἶναι ὁ «μακάριος ἀνήρ, ᾧ ἐστιν ἡ ἀντίληψις αὐτοῦ παρὰ τῷ Θεῷ· ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ διέθετο»11Βλ. Ψαλμ. 83,6.. Ἡ μοναχικὴ ζωὴ βιώνεται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὡς τρυφερὴ περιποίηση τοῦ Θεοῦ. Τότε, ἀκόμη καὶ ἂν ὅλες οἱ φάλαγγες τοῦ ἐχθροῦ ἐπιτεθοῦν στὸν μοναχό, δὲν ἔχουν ἰσχὺ ἐπάνω του, οὔτε κἂν μποροῦν νὰ τὸν βλάψουν, διότι τὸ ἱερὸ ἀπόρρητο ποὺ ἐνεργεῖ στὴν καρδιά του εἶναι ἰσχυρότερο ἀπὸ τὴ δύναμή τους12Βλ. Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Μοναχισμός, τὸ περιεκτικὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σ. 76..
Μοναχισμός, τὸ περιεκτικὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Προσέγγιση στὴν παρακαταθήκη τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου
Ὁ ἀληθινὸς ὑποτακτικὸς μπορεῖ νὰ παραβληθεῖ μὲ ἕναν ἀετό, ὁ ὁποῖος μὲ τὰ φτερὰ τῆς ὑπακοῆς ἀνεβαίνει μὲ ἀσφάλεια σὲ πνευματικὰ ὕψη καὶ ἤρεμα παρατηρεῖ τὸ διάστημα ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὴ γῆ, ἐνῶ ταυτόχρονα ἐνατενίζει τὸ κάλλος τοῦ νοητοῦ Ἡλίου, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ὁ ὅσιος Γέροντας Σωφρόνιος γράφει πολὺ χαρακτηριστικά:
«Ὁ μοναχισμὸς εἶναι προπαντὸς καθαρότητα νοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐπιτευχθεῖ χωρὶς ὑπακοή, καὶ ὡς ἐκ τούτου χωρὶς ὑπακοὴ δὲν ὑπάρχει μοναχισμός»13Ἄσκηση καὶ Θεωρία, σ. 45..
Κατ’ οὐσίαν, μοναχισμὸς δὲν εἶναι οὔτε οἱ ὄμορφες καὶ κατανυκτικὲς ἀκολουθίες, οὔτε τὰ τυπικά, οὔτε τὰ κτίρια. Μοναχισμὸς εἶναι ἡ σχέση τοῦ ὑποτακτικοῦ μὲ τὸν Γέροντά του14Βλ. Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Μοναχισμός, τὸ περιεκτικὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σ. 75. Ἐπίσης, τοῦ ἰδίου, Φιλοτιμία ἀγάπης, σ. 167.. Ὅταν αὐτὴ ἡ σχέση διέπεται ἀπὸ ἀγάπη καὶ διακρίνεται γιὰ τὴ διαφάνεια καὶ τὴν πιστότητά της, διακονεῖ τὴν αἰώνια σχέση μὲ τὸν Χριστό. Τότε ἡ ὑπακοὴ γίνεται ἡ κλείδα ποὺ ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριο τῶν ὁδῶν τοῦ Πνεύματος καὶ τὰ βάθη τῶν λόγων τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας μὲ ἱερὴ τόλμη ἀποφαίνεται: «Εἰ καὶ ὁρατὸς ὁ ἐπιτάσσων, ἀόρατος ὁ ἐπιτάσσων τὸν ἐπιτάσσοντα»15Πρβλ. Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ 26, 2, ἔκδ. Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 112009, σ. 307..
Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ἔχει ἐκφράσει μὲ ἀκρίβεια αὐτὸν τὸν νόμο τοῦ Πνεύματος, παρατηρώντας ὅτι: «Ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε ἀφεντικὰ καὶ σκλάβους, ἀλλὰ Πατέρες καὶ υἱούς, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ σειρά τους γίνονται ἐπίσης Πατέρες»16Βλ. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Τὰ Εὑρισκόμενα διηρημένα εἰς δύῳ, Μετάφραση Διονυσίου Ζαγοραίου, Ἐκ τῆς τυπογραφίας Νικολάου Δαμιανοῦ, ἐν Σύρῳ 1866, Λόγος 24ος, σ. 130., καὶ ἡ καρδιὰ αὐτῶν τῶν υἱῶν ἐπιδεικνύει πιστότητα ὣς τὸ τέλος17Βλ. Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Φιλοτιμία ἀγάπης, σ.108.
Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι καλλιέργεια «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Δὲν πρόκειται γιὰ ἀνθρώπινη ἐπινόηση. Εἶναι τὸ ἀμιγὲς Εὐαγγέλιο, ἡ καθαρὴ μίμηση τοῦ Χριστοῦ μέχρι τέλους, ἡ πορεία πρὸς τὸ καθ’ὁμοίωση, πρὸς τὴν χαρισματικὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ὁ μοναχισμὸς δὲν ρίξει τὶς ρίζες του βαθιὰ στὴν εὐαγγελικὴ ἀλήθεια, δὲν εὐημερεῖ καὶ κινδυνεύει νὰ «μετατραπεῖ σὲ μία ἀπὸ τὶς ἡμίτυφλες δυνάμεις τοῦ κόσμου αὐτοῦ»18Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Περὶ Προσευχῆς, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 52018, σ. 238. Ἐπίσης βλ. Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Φιλοτιμία ἀγάπης, σ. 110..
Ἡ «ἔξοδος» ἀπὸ τὸν κόσμο δίνει στὸν μοναχισμὸ ἀποκαλυπτικὸ χαρακτήρα καὶ τὸν ἐντάσσει σὲ ἐσχατολογικὴ προοπτική. Δημιουργεῖ εὐνοϊκοὺς ὅρους γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς πολλὲς βιοτικὲς μέριμνες καὶ ἐμπνέει σταθερὴ ἀφοσίωση στὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ ἐσχατολογικό στοιχεῖο τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι ἡ φυγόκεντρη δύναμη ποὺ βγάζει τὸν μοναχὸ ἀπὸ τὸ πεδίο βαρύτητας τῆς γῆς, ἡ ὁποία ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν νόμο τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸν βοηθάει νὰ στραφεῖ ἀπὸ τὰ φθαρτὰ πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ πρὸς τὰ ἄφθαρτα καὶ οὐράνια.
Μαζὶ μὲ ὅλες τὶς προκλήσεις ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ μοναχισμὸς σήμερα, ταυτόχρονα ἀπολαμβάνει καὶ μεγάλες εὐλογίες καὶ ἰδιαίτερη εὔνοια ἀπὸ τὸν Ἁγιώτατο θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ συνευδοκεῖ στοὺς πόθους τῶν μοναχῶν καὶ ὑπερασπίζεται τὸ πολίτευμά τους.
Οἱ ἀρχὲς τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰῶνα σημαδεύθηκαν ἀπὸ μιὰ σειρὰ ἁγιοκατατάξεων ὁσίων ἀσκητῶν, ἡ πλειοψηφία τῶν ὁποίων ἧταν φορεῖς καὶ ἀνεκτίμητοι μάρτυρες τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μέσῳ αὐτῶν τὸ περιεκτικὸ χάρισμα τοῦ Μοναχισμοῦ μεταλαμπαδεύθηκε στὴν Εὐρώπη καὶ στὸν Νέο Κόσμο. Ἐπιπλέον, ὅλοι αὐτοὶ οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι ἔγιναν πόλος ἕλξεως καὶ γιὰ τοὺς μοναχοὺς τῆς Ἀνατολῆς, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὶς χῶρες ὅπου κατὰ τὸν 20ο αἰῶνα τὰ ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα εἶχαν διακόψει βιαίως τὴ λειτουργία τῶν περισσοτέρων Μονῶν, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ μοναχοὶ ἐπὶ σειρὰ δεκαετιῶν νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ μιὰ μακραίωνη Μοναστικὴ Παράδοση. Πολλοὶ ἐξ αὐτῶν τώρα ἀναζητοῦν μὲ δίψα τὴν ἐπαφὴ καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸν πλοῦτο τοῦ Ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ.
Στὸ φαινόμενο αὐτὸ προϋπάρχει καὶ ἱστορικὸ προηγούμενο, ὅταν κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα τὸ πνεῦμα τοῦ Ἡσυχασμοῦ, μὲ κύριο ἐκφραστή του τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἐπεκράτησε καὶ διαδόθηκε γρήγορα ὄχι μόνο μέσα στὰ πλαίσια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο. Εἰδικότερα, μὲ τὴ δράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτη καὶ τῶν μαθητῶν του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ στοργικὴ σκέπη καὶ εὐλογία τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δημιουργήθηκαν μοναστικὲς ἀδελφότητες στὴν περιοχὴ τῶν Βαλκανίων, ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ ἐγκαταβίωναν στὶς ἴδιες Μονὲς μοναχοὶ διαφόρων ἐθνικοτήτων. Ἡ ἀληθινὴ αἰτία γι᾽ αὐτὸ ἦταν ἡ πνευματικὴ ἑνότητα ποὺ ὑπῆρχε μεταξύ τους. Τοὺς ἕνωνε ὁ πόθος γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ προσευχή, ποὺ ἐνεργοῦσε καὶ ὡς ἀντίδοτο στὸ πάθος τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ19Βλ. Ἰω. Ταρνανίδη, Σελίδες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματεία τῶν Σλάβων, ἐκδ. Κυριακίδη, 2007, σσ. 469-472..
Κατ᾽ ἐπέκτασιν, βλέπουμε καὶ σήμερα νὰ ἀνατέλλει μεγαλύτερη ἐλπίδα γιὰ τὴν ἑνότητα ὅλων τῶν Χριστιανῶν μέσα ἀπὸ τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ποὺ συνιστᾶ τὴν καρδιὰ τῆς Ὀρθοδόξου ἀσκητικῆς παραδόσεως. Ἡ ἑνότητα ἔρχεται ὡς φυσικὸ ἐπακόλουθο ἐκεῖ, ὅπου οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καθίστανται ὁ μοναδικὸς νόμος τῆς ὑπάρξεως τῶν ἀνθρώπων. Στὴν προοπτικὴ αὐτὴ ὁ Ἡσυχασμὸς ἀποδεικνύεται νὰ εἶναι τὸ «ἐνδότατον σῶμα» τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ «ἅλας τῆς γῆς»20Βλ. Ματθ. 5,13. καὶ μιὰ «κατέχουσα δύναμις»21Πρβλ. Β’ Θεσ. 2,6-7. ποὺ διαφυλάττει τὸν κόσμο.
Σὲ ἐποχὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ ἄκριτος ζῆλος κατακερμάτιζε καὶ ἀποσποῦσε ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας πολλοὺς εὐλαβεῖς μοναχοὺς καὶ χριστιανούς, οἱ σύγχρονοι καὶ προσφάτως Ἁγιοκαταταχθέντες Ἡσυχαστὲς Πατέρες ὑπῆρξαν γνώμονες ὑγειοῦς Ἐκκλησιολογίας, ἐφόσον ἔφεραν μέσα τους Ἄνωθεν πληροφορία γιὰ τὴν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ὡς τὴ μόνη σωστικὴ κιβωτό. Παρόλο ποὺ οἱ ἴδιοι εἶχαν ἀνέλθει στὸ ὕψος τῆς θεοπτίας, διατηροῦσαν πάντοτε μέγιστη τιμὴ πρὸς τοὺς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ μαρτυρικὴ ἀποστολή τους στὸν κόσμο, καταδεικνύοντας ἔτσι τὴν ἀλληλοσυμπλήρωση θεσμοῦ καὶ χαρίσματος, καὶ τὴν ἀδιάρρηκτη ἑνότητά τους σὲ μία ζωή, μέσα στοὺς κόλπους τῆς Μίας, Ἁγίας καὶ ἁγιάζουσας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ βαθύτατος αὐτὸς σεβασμὸς τῶν ἀσκητῶν πρὸς τοὺς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας παρατηρεῖται ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ὅπου βλέπουμε ὅλους τοὺς μοναχοὺς νὰ ἐξέρχονται σὲ λιτανεία γιὰ νὰ προϋπαντήσουν τὸν Μέγα Ἀθανάσιο. Μεγάλη ἐντύπωση μάλιστα προκαλεῖ καὶ τὰ μέγιστα μᾶς ὠφελεῖ ἡ περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία ἐνῶ διῆγε ἕναν ἀκρότατα ἐρημιτικὸ βίο, ἐντούτοις κατὰ τὴ συνάντησή της μὲ τὸν ὅσιο Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ φανέρωσε παράδοξη μέριμνα γιὰ τοὺς χριστιανοὺς καὶ τὴν Ἐκκλησία στὸν κόσμο: «Πῶς τὸ Χριστιανικὸν φῦλον πολιτεύεται σήμερον; Πῶς οἱ βασιλεῖς; Πῶς τὰ τῆς Ἐκκλησίας ποιμαίνεται;»22Βλ. Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Βίος Μαρίας Αἰγυπτίας, PG 87c,3708C..
Στὰ πρόσωπα τῶν Ὁσίων ἀσκητῶν ἐπιβεβαιώνεται ἡ ὀντολογικὴ ἑνότητα ὅλων τῶν πιστῶν σὲ ἕνα Σῶμα, τοῦ ὁποίου εἴμαστε ὅλοι μέλη, καὶ ἐπιπλέον ἐπισφραγίζεται τὸ Φιλοκαλικὸ λόγιο πώς, ὁ ἀληθινὸς μοναχὸς εἶναι «ὁ τῶν πάντων χωρισθεὶς καὶ τοῖς πᾶσι συνηρμοσμένος»23Βλ. Νείλου Ἀσκητοῦ (Εὐαγρίου Ποντικοῦ), Περὶ προσευχῆς λόγος 124, PG 79,1193C..
Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Σωφρόνιο, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἀντεπεξέλθουμε στὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς μας χωρὶς τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Τὸ ἡσυχαστικὸ βίωμα δίδει διεξόδους στὴν ἐποχή μας, ὅταν ὁ ἄνθρωπος λαχταρᾶ εὐδαιμονία καὶ ἀπολαύσεις καὶ ἑλκύεται ἀπὸ νεωτερισμούς. Οἱ ἐπιθυμίες τοῦ ἀνθρώπου ἔχουν ἀκολουθήσει λάθος προσανατολισμό, καὶ αὐτὸς ἀναζητεῖ φῶς ἐκεῖ ὅπου βασιλεύει τὸ σκότος, δηλαδὴ στὴν ἡδονὴ τῶν αἰσθήσεων. Ἰδιαίτερα οἱ νέοι, ἐὰν ἀντίκριζαν ἔστω καὶ φευγαλέα τὸ κάλλος καὶ τὴν ταπεινὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θὰ γνώριζαν τὴν ἀληθινὴ εὐδαιμονία καὶ θὰ εὐφραίνονταν στὴν ὑπερκόσμια τρυφή, τὴν τρυφὴ τοῦ Πνεύματος. Θὰ ἀντιλαμβάνονταν διὰ τῆς πίστεως τὴ θεία ἑτερότητα καὶ θὰ εὐφραίνονταν γευόμενοι τὴ γνήσια ἀγαλλίαση24Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Φιλοτιμία ἀγάπης, σσ. 60-61..
Φιλοτιμία ἀγάπης
Μοναχισμός, τὸ ὑπέρτατο τίμημα τοῦ χαρίσματος
Ἐνώπιον τῆς ἀληθινῆς ἀγαλλιάσεως τῆς καρδιᾶς καὶ ὄχι τῶν αἰσθήσεων, τὸ προσωπεῖο τῆς κοσμικῆς «χαρᾶς» ἀφαιρεῖται καὶ φανερώνεται τὸ ψεῦδος της. Ἔχοντας γευθεῖ τὴν «ὀσμὴν ζωῆς εἰς ζωήν», ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει τὴν «ὀσμὴν θανάτου εἰς θάνατον»25Βλ. Β’ Κορ. 2,16., καὶ ὄχι ἁπλῶς τὴν ἀποφεύγει, ἀλλὰ μὲ πόθο ἐκζητεῖ Ἐκεῖνον ποὺ δὲν δεσμεύεται ἀπὸ τὸν θάνατο, τὸν Χορηγὸ τοῦ περισσοῦ τῆς ζωῆς26Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Φιλοτιμία ἀγάπης, σ. 61..
Ὁ ἡσυχαστὴς μοναχὸς ὄντως κατανοεῖ πῶς ὁ Θεὸς «τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσε». Γνωρίζει ποιά εἶναι ἡ τραγωδία τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν εἶναι ἀποκομμένος ἀπὸ τὴ ζωοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ποιά μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὴ ἡ φύση μέσα στὴν κοινωνία τῆς χάριτος.
Ἐκεῖνο ποὺ κατέχει τὸν νοῦ τῶν Ἁγίων μας εἶναι ἀδιαμφισβήτητα ἡ θεωρία τῆς «μείζονος ἀγάπης» τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀναστρέφει τὴν πυραμίδα ὅλου τοῦ κτιστοῦ εἶναι καὶ τοποθετεῖ τὸν Ἑαυτό Του στὴν ἀνεστραμμένη κορυφή της, αἴροντας τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου καὶ βαστάζοντας τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου ποὺ ἔπληξε τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἡ ἔσχατη τελειότητα τῆς εἰς τέλος ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ εἶναι ποὺ παροξύνει τὸν μοναχὸ σὲ «φιλοτιμία ἀγάπης» καὶ τὸν καθιστᾶ ἱκανὸ νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὴν παρεμβολὴ τοῦ κόσμου τούτου, προκειμένου νὰ συναντήσει τὸν ἐξ Οὐρανοῦ Ἐρχόμενο Νυμφίο. Σπεύδοντας πρὸς τὸν βυθὸ τῆς ἀνεστραμμένης πυραμίδας τοῦ κόσμου, «ὑποκάτω πάσης κτίσεως», ὁ μοναχὸς ἑνώνεται μὲ τὸν Νέο Ἀδὰμ, τὸν ἀρχηγὸ καὶ τελειωτὴ τῆς πίστεώς μας Ἰησοῦ Χριστό, καὶ τότε μὲ πεπλατυσμένη καρδιὰ «προσεύχεται δι’ ὅλον τὸν Ἀδὰμ ὡς περὶ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου».
«Φῶς μὲν μοναχοῖς, ἄγγελοι· φῶς δὲ πάντων ἀνθρώπων, μοναδικὴ πολιτεία»27Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος ΚΣΤ’, στίχος 23, σ. 289.. Τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι ἡ γνώση τῆς ὁδοῦ τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἐντολῶν Του, ποὺ φυλάσσεται πάνω στὴ γῆ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ὁδὸ τοῦ μοναχισμοῦ. Μόνο ἡ τέλεια γνώση τῆς ὁδοῦ αὐτῆς φέρει τὸν παγκόσμιο πλατυσμὸ τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ μὲ τὴ Θεία χάρη γίνεται μεσίτης μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δημιουργίας. Αὐτὴ ἡ Θεότερπνη μεσιτεία καθίσταται δύναμη ποὺ περικρατεῖ τὸν κόσμο.
Ἡ μεγαλύτερη καὶ πλέον πολύτιμη προσφορὰ τοῦ μοναχισμοῦ συνίσταται στὸ γεγονὸς ὅτι διαφυλάσσει τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔθεσε τὸν Ἑαυτό Του κάτω ἀπὸ κάθε κτίσμα καὶ πέθανε ἐπονείδιστο θάνατο ἐντελῶς περιφρονημένος, γιὰ νὰ προσαγάγει τοὺς πάντες στὸν Οὐράνιο Πατέρα. Καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ προσφορὰ τοῦ μοναχοῦ εὐεργετικὴ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο σήμερα λόγῳ τοῦ ὅτι:
«Ἡ φύση τῆς πανανθρώπινης ὑπάρξεως εἶναι τέτοια ποὺ κάθε ἰδιαίτερο πρόσωπο, τὸ ὁποῖο νικᾶ τὸ κακὸ στὸν ἑαυτό του, καταφέρνει μὲ τὴ νίκη αὐτὴ τόσο μεγάλη ἥττα στὸ κοσμικὸ κακό, ὥστε τὰ ἀποτελέσματα νὰ ἐπιδροῦν εὐεργετικὰ στὰ πεπρωμένα ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πάλι ἡ φύση τοῦ κοσμικοῦ κακοῦ εἶναι τέτοια, ποὺ ὅταν νικᾶται ἀπὸ μερικὲς μόνο ἀνθρώπινες ὑποστάσεις (πρόσωπα), ὑφίσταται ἥττα τῆς ὁποίας ἡ σημασία καὶ ἡ ἔκταση εἶναι ἀπείρως δυσανάλογες πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν νικητῶν»28Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 284..
Στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων ἀναφέρεται ὅτι, ἀφότου εἶδαν τὸν Ἀναστημένο Κύριο, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔγιναν μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του «μεγάλῃ δυνάμει»29Πράξ. 4,33.. Παρομοίως, ὅσοι ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς γίνονται κάτοχοι τῆς δυνάμεως τῆς μεγάλης ἐπιστήμης τοῦ μοναχισμοῦ, ἀναδεικνύονται ἐπίσης οἱ ζῶντες μάρτυρες τῆς αἰώνιας ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ βεβαιώνει τὴ σωτηρία στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.
Footnotes
- 1Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 72016, σ. 179.
- 2Ματθ. 5,48. Επίσης βλ. Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Ἀναφορὰ στὴ θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2000, σ. 173.
- 3«Εἰ δέ τινι νοῦς πάρεστι, πάντως εὑρήσει, καὶ αὐτὸν τὸν θεῖον Διονύσιον, πῶς κατὰ τοὺς ἀγγελικοὺς διακόσμους, καὶ τοὺς ἱερατικοὺς βαθμούς, καὶ τοὺς ἔξω ἱερωσύνης, ἰσαρίθμους τρισι τάξεσιν ἀπένειμε· πρώτην καὶ εἰσαγωγικήν, τῶν ἔτι μαιευομένων, ἤτοι κατηχουμένων· δευτέραν τῶν πεφωτισμένων, καὶ τρίτην τῶν μοναχικῶς τελειουμένων». Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολὴ 165, Γρηγορίῳ τέκνῳ, PG 99,1524CD.
- 4Βλ. Ἰωάν. 1,16.
- 5Βλ. Μάρκ. 9,1.
- 6Λουκ. 18,8.
- 7Βλ. Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Ἀναφορὰ στὴ θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, σσ. 353-354.
- 8Βλ. Ἑβρ. 6,19.
- 9Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἄσκηση καὶ Θεωρία, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 32019, σ. 44.
- 10Βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 518.
- 11Βλ. Ψαλμ. 83,6.
- 12Βλ. Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Μοναχισμός, τὸ περιεκτικὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σ. 76.
- 13Ἄσκηση καὶ Θεωρία, σ. 45.
- 14Βλ. Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Μοναχισμός, τὸ περιεκτικὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σ. 75. Ἐπίσης, τοῦ ἰδίου, Φιλοτιμία ἀγάπης, σ. 167.
- 15Πρβλ. Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ 26, 2, ἔκδ. Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 112009, σ. 307.
- 16Βλ. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Τὰ Εὑρισκόμενα διηρημένα εἰς δύῳ, Μετάφραση Διονυσίου Ζαγοραίου, Ἐκ τῆς τυπογραφίας Νικολάου Δαμιανοῦ, ἐν Σύρῳ 1866, Λόγος 24ος, σ. 130.
- 17Βλ. Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Φιλοτιμία ἀγάπης, σ.108
- 18Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Περὶ Προσευχῆς, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 52018, σ. 238. Ἐπίσης βλ. Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Φιλοτιμία ἀγάπης, σ. 110.
- 19Βλ. Ἰω. Ταρνανίδη, Σελίδες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματεία τῶν Σλάβων, ἐκδ. Κυριακίδη, 2007, σσ. 469-472.
- 20Βλ. Ματθ. 5,13.
- 21Πρβλ. Β’ Θεσ. 2,6-7.
- 22Βλ. Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Βίος Μαρίας Αἰγυπτίας, PG 87c,3708C.
- 23Βλ. Νείλου Ἀσκητοῦ (Εὐαγρίου Ποντικοῦ), Περὶ προσευχῆς λόγος 124, PG 79,1193C.
- 24Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Φιλοτιμία ἀγάπης, σσ. 60-61.
- 25Βλ. Β’ Κορ. 2,16.
- 26Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Φιλοτιμία ἀγάπης, σ. 61.
- 27Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος ΚΣΤ’, στίχος 23, σ. 289.
- 28Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 284.
- 29Πράξ. 4,33.